1πρεμνόθεν — from the stump indeclform (adverb) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2πρέμνοθεν — και πρεμνόθεν Α επίρρ. 1. από το κατώτερο μέρος τού κορμού, από τη ρίζα 2. ολοσχερώς, ολοκληρωτικά, εντελώς 3. από τον πάτο, από το βάθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρέμνον + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. πλευρό θεν)] …
Dictionary of Greek