πραῧνον
1πραῦνον — πρᾱῦνον , πραύνω make soft pres part act masc voc sg πρᾱῦνον , πραύνω make soft pres part act neut nom/voc/acc sg …
2πράυνον — πρά̱ῡνον , πραύνω make soft aor imperat act 2nd sg πρά̱ῡνον , πραύνω make soft imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) πρά̱ῡνον , πραύνω make soft imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …
3εύφρων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ανδριαντοποιός από την Πάρο (5ος αι. π.Χ.). Η υπογραφή του είναι χαραγμένη σε βάθρο, το οποίο βρέθηκε στον Πειραιά. Το όνομά του είναι επίσης γραμμένο σε δύο βάθρα που βρέθηκαν στην Ακρόπολη. 2. Χαλκουργός (4ος αι.… …