πραότητα

  • 31πραϋθυμία — ἡ, Α [πραΰθυμος] πραότητα, ημερότητα χαρακτήρα …

    Dictionary of Greek

  • 32πραϋλόγος — ὁ, ἡ, Α αυτός που μιλά με πραότητα, ήμερα, γλυκομίλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς, αθέματη μορφή τού επιθ. πρᾶος + λόγος*] …

    Dictionary of Greek

  • 33πραϋπάθεια — και πραϋπαθία, ή, ΜΑ [πραϋπαθής] πραότητα, ηρεμία χαρακτήρα …

    Dictionary of Greek

  • 34πραόνως — Α επίρρ. με πραότητα, πράως. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πραόνως, κατά μία άποψη έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο επί θ. *πραόνους (< πρᾶος + νοῦς), ενώ κατ άλλους από το επίθ. πρᾶος, αναλογικά προς το επίρρ. εὐδαιμόνως (< εὐδαίμων, ονος). Παρ όλα αυτά …

    Dictionary of Greek

  • 35πρευμένεια — ἡ, Α [πρευμενής] πραότητα, ηπιότητα, ευμένεια …

    Dictionary of Greek

  • 36προσήνεια — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. προσηνίη Α [προσηνής] ήρεμη και πολιτισμένη συμπεριφορά, πραότητα, καταδεκτικότητα (α. «συμπεριφέρεται πάντα με προσήνεια στους υπαλλήλους του» β. «οὐ γὰρ βίᾳ... ἀλλὰ πειθοῑ καὶ προσηνείᾳ ἡ τῶν ἀνθρώπων σωτηρία κατασκευάζεται» …

    Dictionary of Greek

  • 37ραστώνη — η, / ῥᾳστώνη, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥῃστώνη Α 1. νωθρότητα, νωχέλεια, αδράνεια (α. «πρέπει να βάλετε τα δυνατά σας, γιατί πέρασε η περίοδος τής ραστώνης» β. «ἡ καθ ἡμέραν ῥᾳστώνη καὶ ῥαθυμία», Δημοσθ.) 2. ραθυμία, μαλθακότητα, αποχαύνωση (α. «ῥᾳστώνη… …

    Dictionary of Greek

  • 38ροσιλαρεύομαι — Α 1. φέρομαι με πραότητα, με προσήνεια 2. καλωσορίζω, υποδέχομαι ευχάριστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἱλαρεύομαι «γίνομαι φαιδρός, ιλαρός, χαίρομαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 39στίλπων — Ένας από τους κυριότερους φιλόσοφους της Μεγαρικής Σχολής, δάσκαλος του Ζήνωνα του Κιτιέα, και μεγάλος πολέμιος της πλατωνικής διδασκαλίας περί Ιδεών. Γεννήθηκε στα Μέγαρα και έζησε εκεί σχεδόν όλη του τη ζωή ως τα βαθιά γεράματα. Φαίνεται πως… …

    Dictionary of Greek

  • 40υποφαίνω — ὑποφαίνω ΝΑ [φαίνω] νεοελλ. (η μέσ. μτχ. ενεστ.) ο υποφαινόμενος, η υποφαινομένη α) αυτός που υπογράφει σε έγγραφο, ο υπογεγραμμένος («ο υποφαινόμενος... δηλώνω ότι...») β) (καταχρ. συν. ειρωνικά στον προφορικό λόγο) εγώ αρχ. 1. φανερώνω, κάνω να …

    Dictionary of Greek