πραότητα
11αχολία — Η έλλειψη ή ελάττωση χολής. Η α. είναι σύμπτωμα ορισμένων παθήσεων, κυρίως των χοληφόρων οδών. Χαρακτηρίζεται από ίκτερο, υπέρχρωση των ούρων, αποχρωματισμό των κοπράνων (α. κοπράνων) κ.ά. * * * η (AM ἀχολία) [άχολος] νεοελλ. ελάττωση ή έλλειψη… …
12γαλήνη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις Νηρηίδες, κόρη του Ιχθύος και της Ησυχίας. Εικονίζεται σε πολλά αγγεία και δακτυλιόλιθους, πάντα μέχρι το στήθος, με τα μαλλιά λυτά, να κολυμπάει στη θάλασσα. 2. Μία από τις Βάκχες. Το όνομά της… …
13ενηείη — ἐνηείη, η (Α) [ενηής] πραότητα, αγαθότητα, ευπροσηγορία, ευμένεια («νῡν τις ἐνηείης Πατροκλῆος δειλοῑο μνησάσθω», Ομ. Οδ.) …
14ευδιεινός — εὐδιεινός, ή, όν (ΑΜ, Α και εὐδ(ε)ινός, ή, όν) 1. εύδιος* («εὐδιεινὴν γαλήνην παρασχών», Πλάτ.) 2. (για τόπο) αυτός που προφυλάσσεται από τις καιρικές μεταβολές («ἐν εὐδιεινοῑς» σε απάνεμα μέρη, Ξεν.). επίρρ... εὐδιεινῶς (Α) με πραότητα, ήσυχα.… …
15ευοργησία — εὐοργησία, ἡ (Α) [ευόργητος] ηπιότητα διαθέσεως, πραότητα («ὅς τὴν ἐμὴν πέποιθεν εὐοργησίᾳ ψυχὴν κρατήσειν», Ευρ.) …
16εύκολος — η, ο (ΑΜ εὔκολος, ον) 1. αυτός που γίνεται ή αποκτάται εύκολα, χωρίς κόπο, ο ευκατόρθωτος («δεν είναι εύκολο πράμα») 2. (για πρόσ.) αυτός που ικανοποιείται εύκολα, αυτός που δεν έχει πολλές απαιτήσεις, ο καλοκάγαθος, ο καλόβολος (α. «ὁ δ εὔκολος… …
17ημερότητα — η (AM ἡμερότης) [ήμερος] (για πρόσ. και για ζώα) η πραότητα, η ηπιότητα («ἡμερότης καὶ ἀγριότης», Αριστοτ.) μσν. αρχ. τίτλος Βυζαντινών αυτοκρατόρων («ἡ ἡμετέρα ἡμερότης», Ιουστιν.) αρχ. (για χώρα) η καλλιέργεια («τὴν δέ αὔξησιν καὶ ἡμερότητα»,… …
18ηπιότητα — η (AM ἠπιότης) [ήπιος] η ιδιότητα τού ήπιου, η πραότητα αρχ. ευπείθεια …
19ισοψυχία — ἰσοψυχία ἡ (Α) [ισόψυχος] αταραξία, πραότητα …
20καλοσύνη — και καλωσύνη η (Μ καλοσύνη και καλωσύνη) 1. αγαθότητα, πραότητα, χρηστότητα 2. καλή πράξη, ευεργεσία («μού έχει κάνει πολλές καλοσύνες») 3. καλό, κέρδος, ωφέλεια, όφελος 4. καλός καιρός, γαλήνη, ευδία («σήμερα έχουμε καλοσύνη») νεοελλ. 1. αγάπη,… …