πραϋμενής
1πραυμενής — of gentle spirit masc/fem nom sg …
2πραϋμενής — ές, Α βλ. πρεϋμενής …
3πραυμενῆ — πραυμενής of gentle spirit neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πραυμενής of gentle spirit masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πραυμενής of gentle spirit masc/fem acc sg (attic epic doric) …
4πραυμενῶς — πραυμενής of gentle spirit adverbial (attic epic doric) …
5μένος — το (Α μένος) 1. ακράτητη ψυχική ορμή, παραφορά, έξαψη φρονήματος, μανία, πάθος («ὀργῆς καὶ μένους ἐμπλήμενος», Αριστοφ.) 2. φρ. «πνέω μένεα» είμαι πολύ οργισμένος, ζητώ εκδίκηση αρχ. 1. (για πράγματα) δύναμη, ισχύς (α. «οἱ δὲ μένος χειρῶν ἰθὺς… …
6πρευμενής — και πραϋμενής, ές, Α 1. ο ήπιος, φιλικός απέναντι σε κάποιον, πράος («δοκοῡντας εἶναι κάρτα πρευμενεῑς ἐμοί», Αισχύλ.) 2. (για γεγονότα, συμβάντα) ευνοϊκός, αίσιος, καλός («πρευμενοῡς.,. νόστου τυχόντας», Ευρ.) 3. αυτός που εξευμενίζει,… …