πραγματώνω

  • 1πραγματώνω — πραγματώνω, πραγμάτωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: πραγματώνω, πραγματώνομαι : έχει στενότερη έννοια σε σχέση με το πραγματοποιώ. Χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει πραγματοποίηση στόχων, επιδιώξεων κτλ …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • 2πραγματώνω — και πραγματώ, όω, Ν [πράγμα, ατος] πραγματοποιώ …

    Dictionary of Greek

  • 3πραγματώνω — πραγμάτωσα, πραγματώθηκα, κατορθώνω, πραγματοποιώ: Πραγματώθηκαν τα όνειρά μου …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 4ενώνω — (AM ἑνῶ, όω) 1. από δύο ή περισσότερα απαρτίζω ένα, συναρμολογώ, συνδέω, συναρμόζω 2. (για στρατεύματα) συντάσσομαι με κάποιον για κάποιο σκοπό («πάντα η νίκη, αν ενωθείτε, πάντα εσάς θ ακολουθεί», Δ. Σολωμός) 3. χημ. παρασκευάζω από δύο ή… …

    Dictionary of Greek

  • 5εφαρμόζω — (ΑΜ ἐφαρμόζω, Α αττ. τ. ἐφαρμόττω, δωρ. τ. ἐφαρμόσδω) 1. προσαρμόζομαι σε κάτι, έχω καλή εφαρμογή, ταιριάζω (α. «πειρήθη δ ἕο αὐτοῡ ἐν ἔντεσι... εἰ οἷ ἐφαρμόσσειε», Ομ. Ιλ. β. «τα σανίδια δεν εφαρμόζουν καλά») 2. θέτω κάτι πάνω σε κάτι άλλο με… …

    Dictionary of Greek

  • 6πραγματοποιώ — έω, Ν 1. καθιστώ κάτι πραγματικό, μεταβάλλω κάτι σε πραγματικότητα, υλοποιώ («η πραγματοποίηση τού σχεδίου στέφθηκε από επιτυχία») 2. (κατ επέκτ.) κατορθώνω, εκπληρώνω, φέρνω εις πέρας, εκτελώ, πραγματώνω («πραγματοποίησε τα όνειρά του»). [ΕΤΥΜΟΛ …

    Dictionary of Greek

  • 7φθάνω — ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ 1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ. δ.… …

    Dictionary of Greek

  • 8πραγματώνομαι — πραγματώνομαι, πραγματώθηκα, πραγματωμένος βλ. πίν. 4 Σημειώσεις: πραγματώνω, πραγματώνομαι : έχει στενότερη έννοια σε σχέση με το πραγματοποιώ. Χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει πραγματοποίηση στόχων, επιδιώξεων κτλ …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • 9υλοποιώ — υλοποίησα, υλοποιήθηκα υλοποιημένος 1. μεταβάλλω κάτι άυλο σε υλικό. 2. πραγματώνω, εκτελώ: Υλοποίησε το σχέδιό του …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)