πρίνου ἄνϑος

  • 1πολύσφελμος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που έχει παχύ φλοιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σφέλμα «το άνθος τής πρίνου»] …

    Dictionary of Greek

  • 2σφέλμα — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἄνθος τῆς πρίνου». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …

    Dictionary of Greek