πρήγματα
1πρήγματα — πρή̱γματα , πρᾶγμα deed neut nom/voc/acc pl (ionic) …
2ουδαμός — οὐδαμός, ή, όν (Α) ιων. τ. (μόνο στον πληθ.) ούτε ένας, κανένας («πρήγματα... οὐδαμῶν Ἑλληνικῶν τῶν οὐ πολλὸν μέζω», Ηρόδ.). επίρρ... ουδαμώς (Α οὐδαμῶς και, κατά δ. γρφ., οὐθαμῶς) κατ ουδένα τρόπο, με κανέναν τρόπο («δεικνύναι αὐτὰ οὐδαμῶς… …