πρέσβυ
41πρεσβύτῃσι — πρεσβύ̱τῃσι , πρεσβύτης age masc dat pl (epic ionic) …
42πρεσβύτῃσιν — πρεσβύ̱τῃσιν , πρεσβύτης age masc dat pl (epic ionic) …
43пресви́тер — а, м. 1. Выборный руководитель пресвитерианской религиозной общины в Великобритании и некоторых других странах. 2. церк. Священник. [От греч. πρεσβυτερος старейшина] …
44БИДЕИ — • Βίδεοι, βιδιαι̃οι, βίδυοι (вероятно, дигаммированное слово ιδυος, т. е. сведущий, свидетель, судья), учреждение в Спарте, состоявшее обыкновенно из 5 человек, должность которых состояла преимущественно в надзоре за молодыми людьми …
45εξευμαρίζω — ἐξευμαρίζω (Α) [ευμαρίζω] 1. καθιστώ κάτι εύκολο, ανακουφίζω κάποιον («συμφορὰς δὲ τὰς ἐμὰς ἐξευμαρίζων», Ευρ.) 2. μέσ. παρασκευάζω («τίν ἐλπίδαἤ πόρον σωτηρίας ἐξευμαρίζει, πρέσβυ;», Ευρ.) …
46καλλιγένεθλος — καλλιγένεθλος, ον (Α) 1. ο καλοσχηματισμένος, ο καλοφτειαγμένος 2. αυτός που έχει αποκτήσει ωραία παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + γένεθλος (< γένεθλον «απόγονος»), πρβλ. αριστο γένεθλος, πρεσβυ γένεθλος] …
47ψαλίτης — ὁ, Α είδος εντόμου βλαβερού για τα κηπευτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαλίς «ψαλίδι» + επίθημα της* (πρβλ. πρεσβύ της)] …
48ωκυγένεθλος — ον, Μ αυτός που γεννήθηκε γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + γένεθλος (< γένεθλον, πρβλ. πρεσβυ γένεθλος] …