πράων
1πραῶν — πρᾱῶν , πρᾶος Gött. Nachr. masc/neut gen pl (attic epic doric) πρᾱῶν , πρᾶος Gött. Nachr. neut gen pl (attic epic doric) …
2πρᾴων — πρᾶος Gött. Nachr. masc/fem/neut gen pl …
3πράων — πρά̱ων , πρᾶος Gött. Nachr. masc/fem/neut gen pl πρά̱ων , πρᾶος Gött. Nachr. neut gen pl …
4πραόνως — Α επίρρ. με πραότητα, πράως. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πραόνως, κατά μία άποψη έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο επί θ. *πραόνους (< πρᾶος + νοῦς), ενώ κατ άλλους από το επίθ. πρᾶος, αναλογικά προς το επίρρ. εὐδαιμόνως (< εὐδαίμων, ονος). Παρ όλα αυτά …