πράδησις

  • 1πράδησις — ήσιος και δ. γρφ πέρδησις, ἡ, Α πορδή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πράδ ησις < συνεσταλμένη βαθμίδα πραδ τού πέρδομαι*, ενώ ο τ. πέρδ ησις από την απαθή βαθμίδα] …

    Dictionary of Greek

  • 2πέρδησις — ἡ, Α (δ. γρφ·) βλ. πράδησις …

    Dictionary of Greek