πράγμασι

  • 11προσφυής — ές, ΝΜΑ [προσφύω] 1. ο φύσει συνενωμένος, δηλ. προσαρμοσμένος, σε κάτι («ὄνυχες προσφυεῑς τῇ σαρκί», Αδάμ.) 2. αρμόδιος, κατάλληλος, πρόσφορος («τοῑς πράγμασι προσφυὴς λέξις», Διον. Αλ.) αρχ. 1. προσκολλημένος σε κάτι 2. αχώριστος από κάποιον 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 12ρέμβομαι — ΜΑ, και μόνον στην αρχ. ῥέμβω Α 1. περιφέρομαι εδώ κι εκεί, τριγυρνάω άσκοπα ή απογραμμάτιστα (α. «χρόνον γάρ τινα ἔξω ῥέμβεται», ΠΔ β. «ῥεμβόμενος ἀπὸ τοῡ στρατοπέδου καὶ τὴν τάξιν ἐκλείπων», Πλούτ. γ. «τὸ μὲν κάλλος ἐκ φύσεως ἔχουσαν, κακῶς δὲ… …

    Dictionary of Greek

  • 13σεμνοποιΐα — ἡ, Α [σεμνοποιός] κομπασμός, αλαζονεία («ἡ ἐπ ἀσέμνοις πράγμασι σεμνοποιΐα», Φίλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 14συννεωτερίζω — ΜΑ μαζί με άλλους επιχειρώ νεωτερισμούς, κυρίως ανατρεπτικούς («μέγας αἰὼν ἀεὶ ξυννεωτερίζων τοῑς πράγμασι τὰ πολλὰ τῶν καθεστώτων», Πρόκλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + νεωτερίζω «επιχειρώ κάτι καινούργιο, επιφέρω νεωτερισμούς»] …

    Dictionary of Greek

  • 15σύνειμι — (I) και αττ. τ. ξύνειμι Α [εἰμί] 1. είμαι ή βρίσκομαι μαζί με κάποιον ή με κάτι 2. έχω σχέσεις, συναναστρέφομαι με κάποιον («τὸν νεανίσκον συνὼν διέφθορεν», Εύπ.) 3. συζώ με κάποιον («τοῑς φονεῡσι τοῡ πατρὸς ξύνειμι», Σοφ.) 4. συνουσιάζομαι 5.… …

    Dictionary of Greek

  • 16ВСЕЛЕНСКИЙ VII СОБОР — (II Никейский).Источники Акты (протоколы деяний) VII Собора сохранились со всеми приложениями в греч. оригинале. Старейшей рукописью греч. актов является Vatic. gr. 836 (XIII в.); рукописи XV XVI вв.: Vind. hist. gr. 29, Vatic. gr. 834, Vatic. gr …

    Православная энциклопедия