πού λέει ο

  • 91ασκημολόγος — ο αυτός που λέει άσχημα λόγια, αισχρολογίες …

    Dictionary of Greek

  • 92αύριο — (AM αὔριον) επίρρ. Ι. 1. την αμέσως επόμενη μέρα 2. πολύ σύντομα, στο εγγύς μέλλον (πρβλ. α) «ἐς αὔριον τὰ σπουδαῑα» όταν επιδιώκεται η αναβολή μιας σπουδαίας συζήτησης β) «τάχ αὔριον ἔσσετ ἄμεινον» το μέλλον θα είναι καλύτερο γ) «σήμερ αύριο»… …

    Dictionary of Greek

  • 93βρωμολόγος — βρωμολόγος, ον (Α) αυτός που λέει βρόμικους λόγους, ο αισχρολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρώμος (II)* + λογος < λόγος] …

    Dictionary of Greek

  • 94δεινοεπής — δεινοεπής, ές (Α) αυτός που λέει φοβερά λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + επής < έπος] …

    Dictionary of Greek

  • 95ελαφρόλογος — η, ο ο αλαφρόλογος, αυτός που λέει ελαφρά, επιπόλαια λόγια …

    Dictionary of Greek

  • 96ετυμηγόρος — ἐτυμηγόρος, ον (Α) αυτὸς που λέει την αλήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτυμος «αληθινός» + αγόρος (< αγορεύω), πρβλ. δημ ηγόρος το η λόγω τής συνθέσεως] …

    Dictionary of Greek

  • 97ετυμόθρους — ἐτυμόθρους, ουν ( οος, οον) (Α) αυτός που λέει την αλήθεια, ο ετυμηγόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτυμος «αληθινός» + θρους «θόρυβος, φήμη»] …

    Dictionary of Greek

  • 98ευήγορος — εὐήγορος, ον (Α) αυτός που λέει καλά, αίσια λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + * ηγορος (< αγορεύω), πρβλ. παρ ήγορος, συν ήγορος] …

    Dictionary of Greek

  • 99κρουνοχυτρολήραιος — κρουνοχυτρολήραιος, ὁ (Α) αυτός που λέει πολλές ανοησίες, φαφλατάς («κρουνοχυτρολήραιος ει», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο επ ευκαιρία», πλασμένο στη γλώσσα τής κωμωδίας (Αριστοφ.) < κρουνός + χύτρα + λῆρος «ανόητος, φαφλατάς» + επίθημα αιος] …

    Dictionary of Greek

  • 100κόβειρος — κόβειρος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. γελοίος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κόβειρος άνθρωπος που λέει αστεία, σκώπτης …

    Dictionary of Greek