πού λέει ο
81μαλιστάς — ο πληθ. άδες (από το επίρρ. μάλιστα), αυτός που δε φέρνει ποτέ αντίρρηση, που λέει πάντα μάλιστα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
82μοιρολόγος — ο θηλ. α αυτός που λέει τη μοίρα, που προβλέπει τα μελλούμενα: Είχε προβλέψει την αρρώστια της μια μοιρολόγα γριά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
83ομιλητικός — ή, ό 1. αυτός που λέει πολλά, που ευχαριστιέται να μιλάει, ευπροσήγορος, ευχάριστος: Ομιλητικός άνθρωπος ο φίλος σου. 2. ως ουσ., ομιλητική, η η τέχνη του ομιλητή και η διδασκαλία της εκκλησιαστικής ρητορικής …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
84φλύαρος — η, ο αυτός που λέει φλυαρίες, αυτός που μιλάει πολλά και χωρίς να σκέφτεται, πολυλογάς, αερολόγος, φαφλατάς …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
85αερολέσχης — ἀερολέσχης, ο (Α) αυτός που λέει μεγάλα και κούφια λόγια, καυχησιολόγος, κομπαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀὴρ + λέσχης < λέσχη (= συνομιλία, φλυαρία)] …
86αλαφρόλογος — η, ο αυτός που λέει ελαφρά, επιπόλαια λόγια, ο μωρολόγος, φαφλατάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + λόγος < λέγω] …
87αληθοεπής — ές (Α ἀληθοεπής) αυτός που λέει την αλήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθὴς + επὴς < ἔπος. ΠΑΡ. νεοελλ. αληθοέπεια] …
88αληθολόγος — ον αυτός που λέει την αλήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αληθής + λογος < λέγω ΠΑΡ. νεοελλ. αληθολογία, αληθολογώ] …
89αληθόμυθος — ἀληθόμυθος, ον (Α) αυτός που λέει την αλήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθὴς + μῦθος. ΠΑΡ. αρχ. ἀληθομυθῶ] …
90αρλούμπας — και αρλουμπατζής, ο αυτός που λέει αρλούμπες …