πού λέει ο
71φλύαρος — (I) η, ο / φλύαρος, ον, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που λέει φλυαρίες, πολυλογάς, σαχλαμάρας μσν. αρχ. ευήθης, ανόητος, χαζός αρχ. 1. (για λόγους, σκέψεις, εκδηλώσεις) ανόητος. επίρρ... φλύαρα / φλυάρως, ΝΜΑ με φλύαρο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. φλύαρος ως …
72φοιβηλάλος — ον, Α 1. αυτός που εκφράζει, που λέει τους χρησμούς τού Φοίβου 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Φοιβηλάλος η Πυθία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖβος + λάλος (πρβλ. θρηνο λάλος). Το η τού τ. προς αποφυγήν τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών] …
73χρηστοεπής — ές, Α 1. αυτός που μιλά με χρηστότητα, που λέει χρηστά λόγια 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χρηστοεπές η χρηστοέπεια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + επής (< ἔπος «λόγος»), πρβλ. ἀμετρο επής] …
74ψευδολόγος — ο, ΝΜΑ, και ψευδηλόγος Α αυτός που λέει ψέματα, που συνειδητά παραποιεί την αλήθεια, ψεύτης. επίρρ... ψευδολόγως, Μ με ψέματα, με ψευτιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + λόγος*] …
75ψευτοφυλλάδα — η, Ν 1. έντυπο, ιδίως εφημερίδα ή περιοδικό, που δημοσιεύει ψευδείς ειδήσεις ή ανακρίβειες 2. μτφ. άνθρωπος που λέει συνεχώς ψέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψευτ τού ψεύτης + φυλλάδα] …
76Άγυλλα — Αρχαία πόλη της Τυρρηνίας στην Ετρουρία, 30 χλμ. ΒΔ της Ρώμης. Ήταν αποικία των Θεσσαλών Πελασγών και αναφέρεται από τον Στράβωνα και τον Ηρόδοτο, που λέει (Α 167) πως οι Αγυλλαίοι, μετά τη ναυμαχία εναντίον των Φωκαέων (6ος αι. π.Χ.),… …
77αερολόγος — ο αυτός που φλυαρεί άσκοπα: Δεν προσέχουν αυτά που λέει, γιατί είναι γνωστός αερολόγος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
78αρτηριοσκληρωτικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με την αρτηριοσκλήρωση ή υποφέρει απ αυτήν: Όλα αυτά που λέει ότι νιώθει ο άρρωστος είναι φαινόμενα αρτηριοσκληρωτικά. 2. οπισθοδρομικός, παλιών αντιλήψεων άνθρωπος: Μην περιμένεις να μας καταλάβει αυτός ο… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
79βγάζω — έβγαλα, βγάλθηκα, βγαλμένος 1. αποσπώ, αφαιρώ κάτι: Έβγαλα το δόντι που με πονούσε. 2. εμφανίζω, αναδίνω: Το δέντρο έβγαλε μπουμπούκια. 3. παράγω, κερδίζω: Βγάζω πολλά χρήματα δουλεύοντας ως αντιπρόσωπος. 4. δημοσιεύω, εκδίδω έντυπο: Βγάζει… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
80βρομόστομος — η, ο 1. αυτός που έχει ακάθαρτο στόμα. 2. μτφ., αυτός που λέει αισχρολογίες: Τον αποφεύγω γιατί είναι βρομόστομος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)