πού λέει ο

  • 61λογοκόπος — ο αυτός που λέει μεγάλα και κενά λόγια ή που δίνει πολλές υποσχέσεις αλλά δεν τίς τηρεί, φλύαρος, λογάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * κόπος (< κόπτω), πρβλ. δημο κόπος, μεθο κόπος] …

    Dictionary of Greek

  • 62μωρόλαλος — μωρόλαλος, η, ον (Μ) αυτός που λέει ανοησίες, που φλυαρεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + λαλος (< λαλῶ), πρβλ. μεγαλό λαλος] …

    Dictionary of Greek

  • 63νημερτής — ές (Α νημερτής και δωρ. τ. ναμερτής, ές) νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι νημερτείς (ενν. σκώληκες) ζωολ. οι νημερτίνοι αρχ. 1. αυτός που δεν σφάλλει στα λόγια του, αυτός που λέει τα σωστά, αψευδής («ἀλλὰ τὰ μέν μοι ἔειπε γέρων ἅλιος νημερτής» …

    Dictionary of Greek

  • 64παντοεπής — ές, Α αυτός που λέει τα πάντα, αυτός που φλυαρεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + επής (< ἔπος), πρβλ. πολυ επής] …

    Dictionary of Greek

  • 65παραμυθολόγος — ο, η, θηλ. και α 1. αυτός που αφηγείται παραμύθια 2. αυτός που λέει ψέματα, ψευδολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραμύθι + λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …

    Dictionary of Greek

  • 66πολύμυθος — και επικ. τ. πουλύμυθος, ον, Α 1. αυτός που λέει πολλούς μύθους, πολλά λόγια, ο φλύαρος («ἐπεὶ οὐ πολύμυθος οὐδ ἀφαμαρτοεπής», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που γνωρίζει πολλούς μύθους («πολύμυθος Καλλιόπη» Ανθ. Παλ.) 3. εκείνος για τον οποίο γίνεται πολύς… …

    Dictionary of Greek

  • 67σαφηγορίς — ίδος, ἡ, Α αυτή που μιλάει καθαρά, αυτή που λέει την αλήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος τ. θηλ. τού αμάρτυρου επιθ. *σαφήγορος (< σάφα / σαφής + ἀγορεύω)] …

    Dictionary of Greek

  • 68σαχλός — ή, ό / σαχλός, ή, όν, ΝΜ άνοστος, ανούσιος, ανόητος νεοελλ. 1. αυτός που λέει άνοστα αστεία 2. αυτός που κάνει σαχλαμάρες μσν. πλαδαρός, μαλακός, γλοιώδης («ἄσπαστρον, ἄξυντον, σαχλόν, ἀνάλατον, βρωμιάριν», Πρόδρ.). επίρρ... σαχλά Ν με σαχλό… …

    Dictionary of Greek

  • 69σκαιολόγος — ον, Α πιθ. αυτός που λέει απερισκεψίες ή αυτός που εκφράζεται με παράτολμο, ριψοκίνδυνο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαιός + λόγος*] …

    Dictionary of Greek

  • 70τρανόλαλος — ον, Μ (για τους αποστόλους) αυτός που μιλά με σαφήνεια, που λέει πράγματα κατανοητά από τους άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρανός + λαλος (< λάλος < λαλῶ), πρβλ. οξύ λαλος] …

    Dictionary of Greek