πού λέει ο

  • 51βαρύλογος — η, ο (Α βαρύλογος, ον) νεοελλ. αυτός που είναι βαρύς στα λόγια, λιγομίλητος αρχ. εκείνος που λέει βαριά, υβριστικά λόγια …

    Dictionary of Greek

  • 52βραβεύς — βραβεύς, ο (Α) 1. αυτός που απονέμει τα βραβεία 2. κριτής, διαιτητής 3. ηγέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίζεται ότι, αν ως αρχική σημασία της λ. θεωρηθεί η «κριτής, διαιτητής (και ιδιαίτερα σε αγώνες)», τότε το βραβεύς θα πρέπει να… …

    Dictionary of Greek

  • 53βωμολόχος — α, ο (Α βωμολόχος, ον) αυτός που λέει αισχρά, φτηνά αστεία νεοελλ. όποιος χρησιμοποιεί αδιάντροπη γλώσσα με αισχρολογίες αρχ. 1. εκείνος που παραμονεύει στον βωμό για να ζητιανέψει ή να κλέψει κρέας από το σφάγιο της θυσίας 2. όποιος χρησιμοποιεί …

    Dictionary of Greek

  • 54ευθυρρήμων — εὐθυρρήμων, ον (Α) αυτός που μιλάει με ευθύτητα, αυτός που λέει τα πράγματα όπως είναι. επίρρ... εὐθυρρημόνως με ελευθερία λόγου, με παρρησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + ρήμων (< ρήμα < θ. ρη τού είρω «λέγω, δηλώνω», πρβλ. ρη τός, ρη θήσομαι),… …

    Dictionary of Greek

  • 55θελξιεπής — θελξιεπής, ές (Α) αυτός που λέει ευχάριστα λόγια, που θέλγει με τα λόγια του. [ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι (< θέλγω*) + επής (< έπος), πρβλ. α μετρο επής, καλλι επής] …

    Dictionary of Greek

  • 56καλαμπουριστής — και καλαμπουρτζής, ο, θηλ. καλαμπουρίστρια και καλαμπουρτζού [καλαμπουρίζω] αυτός που λέει ή κάνει καλαμπούρια, που συνηθίζει να κάνει λογοπαίγνια, όταν συζητά …

    Dictionary of Greek

  • 57κουβέντα — η 1. συζήτηση με κάποιον, συνομιλία 2. αυτό που λέει κάποιος, λέξη, λόγος ή φράση (α. «δεν είπε κουβέντα» β. «αυτή η κουβέντα που είπε ήταν πολύ προσβλητική») 3. φρ. α) «σταράτες κουβέντες» ή «στρογγυλές κουβέντες» ξεκάθαρα λόγια, χωρίς… …

    Dictionary of Greek

  • 58κουτσόγλωσσος — η, ο 1. αυτός που έχει κομμένη γλώσσα 2. αυτός που λέει λίγα λόγια, λιγόλογος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο * + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. αλλό γλωσσος, ξενό γλωσσος] …

    Dictionary of Greek

  • 59κρεμάλα — η 1. ικρίωμα με κινητό βρόχο ο οποίος περνιέται από τον λαιμό καταδίκου και προξενεί τον πνιγμό του, αφού αφαιρεθεί βίαια το υποπόδιο πάνω στο οποίο στέκεται, η αγχόνη 2. η θανατική ποινή που καταδικάζει τον κατηγορούμενο σε κρέμασμα από τον… …

    Dictionary of Greek

  • 60λογάς — (I) λογάς, ἡ (Α) συν. στον πληθ. αἱ λογάδες 1. το λευκό τών οφθαλμών 2. (γενικά) οι οφθαλμοί, τα μάτια 3. μτφ. φρ. «λογάδες λίθοι» ακατέργαστοι, απελέκητοι λίθοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταφορική χρήση τού τ. λογάς (II), πρβλ. «λογάδες… …

    Dictionary of Greek