πού λέει ο

  • 41προαγορευτής — ὁ, Α [προαγορεύω] 1. αυτός που προλέγει, που λέει από πριν κάτι που πρόκειται να συμβεί στο μέλλον 2. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) «δημοκόπος» …

    Dictionary of Greek

  • 42ψεύτης — ο, θηλ. ψεύτρα / ψεύστης, θηλ. ψεύστρια, ΝΜΑ, θηλ. και ψεῡστις, εύστιδος, και ψεύστειρα Α άτομο που λέει ψέματα, που χρησιμοποιεί το ψέμα για να εξαπατήσει τους άλλους (α. «αποδείχθηκε ότι είναι ψεύτης» β. «...ἀεὶ ψεῡσται, κατὰ θηρία...», ΚΔ γ.… …

    Dictionary of Greek

  • 43Τάρας ή Τάραντας — (Taranto). Πόλη της Ιταλίας στην επαρχία της Πούλιας. Είναι χτισμένη στον ομώνυμο κόλπο και χωρίζεται σε δύο πόλεις, την παλαιά και τη νέα. Ο T., στον οποίο βρίσκεται ναύσταθμος του ιταλικού στόλου, οφείλει την ονομασία του στην ομώνυμη ελληνική… …

    Dictionary of Greek

  • 44μεγαλόστομος — η, ο 1. αυτός που έχει μεγάλο στόμα. 2. μτφ., αυτός που λέει μεγάλα λόγια, που μιλάει με μεγαλοπρέπεια: Μεγαλόστομος αρχηγός …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 45αερόμυθος — ἀερόμυθος, ον (Α) αυτός που λέει λόγια τού αέρα, που φλυαρεί μάταια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀὴρ + μῦθος «λόγος, λέξη». ΠΑΡ. αρχ. ἀερομυθῶ] …

    Dictionary of Greek

  • 46αισχρολόγος — ο (Α αἰσχρολόγος) αυτός που λέει αισχρά λόγια, που εκστομίζει αισχρολογίες, βωμολόχος, χυδαιολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αισχρός + λόγος < λέγω. ΠΑΡ. αισχρολογία, αισχρολογώ νεοελλ. αισχρολογικός] …

    Dictionary of Greek

  • 47αληθευτής — ἀληθευτής, ο (Α) 1. αυτός που λέει την αλήθεια, ο φιλαλήθης 2. αυτός που επαληθεύει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθεύω. ΠΑΡ. αρχ. μσν. ἀληθευτικός] …

    Dictionary of Greek

  • 48αληθινολάλος — ἀληθινολάλος, ο, η (Μ) αυτός που λέει, που διακηρύσσει την αλήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθινὸς + λάλος < λαλῶ] …

    Dictionary of Greek

  • 49αριστοεπής — ἀριστοεπής, ές (Α) αυτός που χρησιμοποιεί άριστα τη γλώσσα ή αυτός που λέει το άριστο, το σωστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + επής < έπος «έκφραση, λόγος»] …

    Dictionary of Greek

  • 50ασύδοτος — η, ο 1. αφορολόγητος 2. αυτός που λέει και κάνει ό,τι θέλει 3. απαλλαγμένος από κάθε υποχρέωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < *α σύν δοτος «εκείνος που δεν εισφέρει»] …

    Dictionary of Greek