πού λέει ο

  • 31ανίσως — (I) (Μ ἀνίσως) σύνδ. υποθ. που συνεκφέρεται συνήθως με το και και εισάγει: 1. υποθ. προτάσεις «Ανίσως κι άλλον αγαπώ και θέλω για να φύγεις, σπαθί βαστάς στη μέση σου κόψε μου το κεφάλι» δημοτ.) 2. πλάγιες ερωτηματικές («τον ρώτησε ανίσως κι… …

    Dictionary of Greek

  • 32ανακοίνωση — Κοινοποίηση, γνωστοποίηση, αναγγελία, επίσημη μετάδοση πληροφορίας. Στη ρητορική, α. αποκαλείται ένα σχήμα με το οποίο ο ρήτορας προσποιείται ότι ζητάει τη συμβουλή των ακροατών του, του αντιδίκου ή των δικαστών (στο δικαστήριο). Αυτό γίνεται… …

    Dictionary of Greek

  • 33ανακριβολόγος — ο, η 1. αυτός που δεν ακριβολογεί, που λέει ανακρίβειες 2. αυτός που δεν κυριολεκτεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακριβής + λόγος < λέγω. ΠΑΡ. ανακριβολογία, ανακριβολογώ] …

    Dictionary of Greek

  • 34γλωσσοκάτοχο — το (Α γλωσσοκάτοχον, το και γλωσσοκάτοχος, ον) το ουδ. ως ουσ. ειδική χειρουργική λαβίδα με την οποία συγκρατείται η γλώσσα και έλκεται προς τα έξω κατά τη γενική νάρκωση αρχ. επίθ. αυτός που συγκρατεί τη γλώσσα του, που ελέγχει αυτά που λέει …

    Dictionary of Greek

  • 35ερωτολόγος — ο αυτός που λέει ερωτόλογα, που ερωτοτροπεί, που φλερτάρει. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + λόγος. Η λ. μαρτυρείται στον Αριστ. Βαλαωρίτη] …

    Dictionary of Greek

  • 36κρημνοβάτης — ο (AM κρημνοβάτης, Α δωρ. τ. κρημνοβάτας) αυτός που αναρριχάται ή που ζει σε γκρεμούς μσν. αρχ. αυτός που λέει μεγάλα λόγια, στομφώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρημνός + βάτης (< βαίνω), πρβλ. σχοινο βάτης, υπνοβάτης] …

    Dictionary of Greek

  • 37κόσκινο — Όργανο που αποτελείται από ένα πλαίσιο και από έναν πυθμένα δικτυωτό ή από διάτρητο έλασμα. Χρησιμοποιείται για να διαχωρίζονται από μια μάζα ασύνδετων σωμάτων στοιχεία ή κόκκοι με διαστάσεις μικρότερες από αυτές των οπών του πυθμένα. Για… …

    Dictionary of Greek

  • 38πλαστολόγος — ον, ΜΑ 1. αυτός που μιλά σχετικά με ψεύτικα, ανύπαρκτα θέματα, που λέει ψέματα, ψευδολόγος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πλαστολόγος αυτός που πλάθει με τη φαντασία του και διηγείται ψεύτικες ιστορίες, παραμυθάς, μυθολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαστός + λόγος*] …

    Dictionary of Greek

  • 39πλατύστομος — η, ο / πλατύστομος, ον, ΝΜΑ (κυρίως για αγγεία) αυτός που έχει πλατύ στόμα, ευρύ στόμιο («πλατύστομον ἀγγεῑον», Γεωπ.) νεοελλ. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που μιλάει χρησιμοποιώντας πομπώδεις εκφράσεις, που λέει παχιά, μεγάλα λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. πλατυ * + …

    Dictionary of Greek

  • 40πολύστομος — η, ο / πολύστομος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πολλά στόμια («πολύστομος Νεῖλος», Νικ. θηρ.) 2. αυτός που λέει πολλά, ο φλύαρος μσν. αρχ. αυτός που λέγεται από πολλά στόματα («πολύστομος φήμη», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στομος (< στόμα),… …

    Dictionary of Greek