πού λέει ο

  • 121σκώπτης — ο, θηλ. σκώπτρια, ΝΜΑ αυτός που λέει αστεία και πειράζει ή κοροϊδεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκωπ τού σκώπτω* + κατάλ. της / τρια] …

    Dictionary of Greek

  • 122τρίχας — ο, Ν [τρίχα (ΙΙ)] (με επιτιμητική σημ.) άνθρωπος που λέει ανοησίες, τιποτένιος, ελεεινός …

    Dictionary of Greek

  • 123φουντουξού — και φουντούκα, η, Ν μτφ. (για πρόσ.) αυτή που λέει ψέματα τα οποία γρήγορα αποκαλύπτονται. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φουντούκα < φουντούκι «χοντρό ψέμα», ενώ ο τ. φουντουξού < φουντούκι + κατάλ. τζού, θηλ. τής κατάλ. τζής* με απλοποίηση τού… …

    Dictionary of Greek

  • 124ψευδηγόρος — ον, Α αυτός που λέει ψέματα. επίρρ... ψευδηγόρως ΜΑ με ψεύτικα λόγια, με ψέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ηγόρος (< ἀγορεύω), πρβλ. δημ ηγόρος, με έκταση λόγω συνθέσεως] …

    Dictionary of Greek

  • 125ψευδορρήμων — ονος, ὁ, ἡ, ΜΑ άτομο που λέει ψέματα, ψεύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ρρήμων (< ῥῆμα), πρβλ. κομπο ρρήμων] …

    Dictionary of Greek

  • 126ψευδόπατρις — άτριδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που λέει ψέματα ότι κατάγεται από το μέρος το οποίο παρουσιάζει ως πατρίδα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + πατρις (< πατρίς, ίδος), πρβλ. φιλό πατρις] …

    Dictionary of Greek

  • 127ψευτοθόδωρος — ο, Ν άτομο που λέει συνεχώς ψέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψευτ τού ψεύτης + Θόδωρος] …

    Dictionary of Greek

  • 128ωρολογικός — ή, ό / ὡρολογικός, ή, όν, ΝΜ [ὡρολόγιον] νεοελλ. ωρολογιακός μσν. αυτός που λέει τις ώρες …

    Dictionary of Greek