πού λέει ο

  • 111πέρπερος — ον, Α αυτός που λέει μεγάλα λόγια και ψευτιές, κενόδοξος, φαντασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η μτγν. εμφάνιση τής λ. πέρπερος οδηγεί στην υπόθεση ότι πρόκειται για δάνειο από τα λατ. perperam «ψεύτικα, εσφαλμένα» και perperus «εσφαλμένος, φαύλος», παρά τη… …

    Dictionary of Greek

  • 112παλάβρας — ο [παλάβρα] 1. παλαβός 2. αυτός που λέει παλάβρες …

    Dictionary of Greek

  • 113παλαβόστομος — η, ο αυτός που λέει λόγια όμοια με τα λόγια παλαβού, παλαβομάρες, ανοησίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαβός + στόμα] …

    Dictionary of Greek

  • 114περιττολόγος — ο / περισσολόγος, ον, ΝΜΑ αυτός που λέει περιττά, άχρηστα λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιττός / περισσός + λόγος*] …

    Dictionary of Greek

  • 115περπερόγλωσσος — ον, Μ αυτός που λέει μεγάλα λόγια, ο φαντασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέρπερος + γλωσσος (< γλῶσσα)] …

    Dictionary of Greek

  • 116ποικιλόμυθος — ον, Α (κυρίως ως προσωνυμία τού Κρόνου και τού Ερμού) αυτός που λέει ποικίλους λόγους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + μυθος (< μῦθος), πρβλ. ακριτό μυθος] …

    Dictionary of Greek

  • 117πολυλογάς — ο, θηλ. πολυλογού, ουδ. πολυλογούδικο αυτός που λέει πολλά λόγια, φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λογάς (II) (πρβλ. ψευτο λογάς)] …

    Dictionary of Greek

  • 118πολυρρήμων — ύρρημον, ΝΑ, και πολυρήμων, ύρημον, Α αυτός που λέει πολλά, φλύαρος, πολυλογάς νεοελλ. (κατ επέκτ.) μεγαλορρήμων, καυχησιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ρρήμων (< ῥῆμα), πρβλ. μεγαλο ρρήμων] …

    Dictionary of Greek

  • 119σαχλαμάρας — ο, Ν [σαχλαμάρα] άτομο που λέει ή κάνει σαχλαμάρες, σαχλός …

    Dictionary of Greek

  • 120σκοτεινολόγος — ον, Α αυτός που λέει δυσνόητα πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκοτεινός + λόγος*] …

    Dictionary of Greek