πού λέει ο
101λογαράς — λογαράς, ὁ (Μ) 1. λογιστής (ως αυλικός τίτλος) 2. αυτός που λέει πολλά λόγια, πολυλογάς, φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογάρι + κατάλ. άς (πρβλ. ζωναρ άς, φαναρ άς)] …
102ματαιοβαστάκτης — ματαιοβαστάκτης, ὁ (Α) αυτός που λέει ανοησίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + βαστακτής (< βαστάζω), πρβλ. φορτο βαστάκτης] …
103ματαιογέρων — ματαιογέρων, οντος ὁ (Α) ο γέρος που λέει ανοησίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + γέρων (πρβλ. δημο γέρων)] …
104ματαιόφημος — ματαιόφημος, ον (Α) αυτός που λέει μάταια, απερίσκεπτα λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + φημος (< φήμη), πρβλ. υστερό φημος] …
105μεγαλόλαλος — μεγαλόλαλος, ον (Α) αυτός που λέει πολλά ή σπουδαία πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + λάλος (< λαλῶ), πρβλ. οξύ λαλος] …
106μεθορκώ — μεθορκῶ, όω (Α) 1. δεσμεύω ή υποχρεώνω κάποιον με νέο όρκο 2. ορκίζομαι μαζί με άλλον, βεβαιώνω αυτά που λέει κάποιος με όρκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ὅρκος μέσω ενός αμάρτυρου *μέθορκος, κατά το σχήμα ἐπίορκος ἐπιορκῶ] …
107μπαρούφας — ο [μπαρούφα] αυτός που λέει μπαρούφες …
108μωρολόγος — α, ο (ΑΜ μωρολόγος, ον, Μ και μωρόλογος, η, ον) αυτός που λέει μωρίες, ανοησίες («ὅσοι δὲ ἐκ τῶν πλευρῶν περίογκοί εἰσιν, οἷον πεφυσημένοι, λάλοι καί μωρολόγοι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + λόγος*] …
109ολιγοφραδής — ὀλιγοφραδής, ές (Α) αυτός που λέει λίγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + φραδής (< φράζω), πρβλ. πολυ φραδής] …
110ολιγόλαλος — η, ο (Α ὀλιγόλαλος, ον) αυτός που λέει λίγα, ολιγόλογος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + λάλος (< λαλῶ), πρβλ. οξύ λαλος] …