-
1 стопа
I.(нижняя часть ноги) о πους, разг. το πέλμα.II. 1. (совокупность предметов, положенных ровно один на другой) η στοίβα 2 (старая единица счёта писчей бумаги) οι 48 σελίδεςметрическая - бумаги οι 1000 σελίδες.III.литер. το πόδι, ο (μετρικός) πουςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стопа
-
2 манипулятор
1. (управляемое устройство) ο βραχίοναςбезрельсовый (мет.-об.) - χωρίς ράγεςдвухреечный (мет.-об.) - μεδύο ράγεςдистанционный (яд.физ.) - μετηλεχειριστήριοкузнечный - σιδηρουργείου/σφυρηλά-τησηςрельсовый (мет.-об.) - σε ράγες2. (тлг.) τοχειριστήριο, το κλειδίтелеграфный - τηλεγραφικό -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > манипулятор
-
3 многостопный
(о стихотворении) (στην ποίηση) (ο) πολυσύλλαβος μετρικός πό-δας/πους.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > многостопный
-
4 фут
(мера длины) о πους, το πόδι, (μονάδα μήκους 30,5 εκ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фут
-
5 амфибрахий
амфибрахийм лит. ὁ ἀμφίβραχυς πους. -
6 двусложный
двусло́жн||ыйприл лингв. δισύλλαβος:\двусложныйое слово ἡ δισύλλαβη λέξη· \двусложныйая стопа лит. ὁ δισύλλαβος πους. -
7 нога
ног||аж τό πόδι, τό ποδάρι, ὁ ποῦς (ступня)/ χό σκέλος, ἡ κνήμη, ἡ γάμπα (от ступни до колена):длинные ноги τά μακρυά πόδια· положить но́гу на \ногау βάζω τό ἕνα πόδι ἐπάνω στό ἄλλο· сбить кого-л. с ног ρίχνω κάποιον κάτω· наступить кому-л. на \ногау πατώ τό πόδι κάποιου· у меня но́ги подкашиваются τρέμουν τά πόδια μου, μοῦ κόβονται τά γόνατα· на \ногаах не стоит δέν στέκεται στά πόδια του· босой \ногао́й ξυπόλητος, ἀνυποδητί· задние но́ги τά πισινά πόδια· передние но́гн τά μπροστινά πόδια· на бо́су(ю) ногу ξυπόλητος· ◊ перенести болезнь на \ногаа́х περνώ τήν ἀρρώστεια στό πόδι· кланяться в но́ги κάνω ἐδαφιαία ὑπόκλισή идти в но́гу а) πηγαίνω, βαδίζω μέ ταιριαστό βήμα, б) перен συμβαδίζω, δέν μένω πίσω· связа́ть кого-л. по рукам и \ногаам разг δένω κάποιον χεροπόδαρα, δεσμεύω κάποιον протянуть но́ги разг перен τά τινάζω, τινάζω τά πέταλα· с головы до ног πατό-κορφα, ἀπό τήν κορφή ὡς τά νύχια· бежать со всех ног разг τρέχω μέ τά τέσσερα, τό βάζω στά πόδια· быть без ног (от усталости) разг ξεποδαριάστηκα, μοῦ κόπηκαν τά πόδια μου· еле волочить ноги μόλις σέρνω τά πόδια μου· поставить (поднять) кого-л. на \ногаи а) κάνω καλά (вылечить), б) ἀνατρέφω (воспитать)· поднять всех на \ногаи ἀναστατω, σηκώνω ὅλον τόν κόσμο στό ποδάρι· топтать \ногаами τσαλαπατώ, ποδοπατώ· жить на широкую ногу κάνω πολυέξοδη ζωή· вверх \ногаами а) ἀνάποδα, μέ τά πόδια πάνω, б) перен εἶμαι ἄνω κάτω· быть на короткой \ногае с кем-л. είμαστε στενοί φίλοι μέ κάποιον стоять одной \ногаой в могиле εἶμαι μέ τό δνα πόδι στον τάφο· моей \ногай у вас не будет δέν θά ξαναπατήσω τό πόδι μου ἐδῶ· встать с левой \ногай στραβοκοιμήθηκα, εἶμαι κακοδιάθετος, δέν εἶμαι στά κέφια μου· унести́ ио́ги разг τό βάζω στά πόδια· не чувствовать под собой ног (от радости) πετώ ἀπ' τή χαρά μου· хромать на обе \ногай πηγαίνω πολύ ἀσχημα· κ \ногаέ! воен. παρά πόδα! -
8 стопа
стоп||а I ж1. (ноги) τό πέλμα, ἡ πατούσα·2. (поступь) поэт., книжн. τά βήματα:направлять свой \стопаы куда́-л. κατευθύνομαι κάπου·2. лит. ὁ ποῦς· ◊ идти по чьйм-л, \стопаа́м βαδίζω στά ίχνη κάποιου, ἀκολουθώ κάποιον.стопа II ж (предметов) ἡ στοίβα:\стопа бумаги ἡ στοίβα χαρτιοῦ. -
9 фут
футм τό πόδι, ὁ πους:длиною в пять \футов μήκους πέντε ποδών. -
10 четвероногий
четвероногийприл τετράποδος, τετρά· πους. -
11 шкот
шкотм мор. ἡ σκότα, ὁ πους. -
12 фут
-а, γεν. πλθ. -ов α.το πόδι, ο πους, μονάδα μήκους (30,5 μ.)• длиной в два -а μήκους δυο ποδιών. || μέτρο τέτοιου μήκους.
См. также в других словарях:
πούς — foot masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
πους (πόδι) — Μονάδα μήκους· ρωμαϊκός = 0,296 μ., παρισινός = 0,3248 μ., αγγλικός, ρωσικός, αμερικανικός 0,304 μ … Dictionary of Greek
Ἀλλ’ οὐδεὶς οἶδεν ὅπου με θλίβει ποῦς. — См. У всякого своя блошка … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ρεγιέ, Zορζ Aντουάν Πους — (Rayet, 1839 – 1906). Γάλλος αστρονόμος. Αρχικά διορίστηκε έκτακτος αστρονόμος και τμηματάρχης της μετεωρολογικής υπηρεσίας του αστεροσκοπείου του Παρισιού. Το 1874 διορίστηκε στο πανεπιστήμιο της Μασσαλίας και το 1876 στο Μπορντό όπου, μετά από… … Dictionary of Greek
ποδοῖιν — πούς foot masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδοῖν — πούς foot masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδός — πούς foot masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποσσί — πούς foot masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποσσίν — πούς foot masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποσί — πούς foot masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)