πούρο

  • 1πούρο — Τσιγάρο χωρίς τσιγαρόχαρτο. Aποτελείται από περιτυλιγμένα φύλλα καπνού, σε κυλινδρικό σχήμα, που καταλήγει σε κωνοειδή άκρα. Η ποιότητα του π. εξαρτάται κυρίως από το φύλλο που αποτελεί το περικάλυμμα και που διαποτίζει όλο το π. με το άρωμά του …

    Dictionary of Greek

  • 2πούρο — το (λ. ιταλ.), τσιγάρο καμωμένο με τυλιγμένα φύλλα εκλεκτής ποιότητας καπνού, χωρίς τσιγαρόχαρτο: Πούρα Αβάνας …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 3κάπνισμα — I Εισπνοή καπνού, προερχόμενου από καιόμενη ουσία (όπως τα φύλλα του ομώνυμου φυτού). Αποτελεί μία συνήθεια που προήλθε από τους γηγενείς της αμερικανικής ηπείρου. Ως τρόποι κ. αναφέρονται το τσιγάρο, η πίπα, το πούρο και –καταχρηστικά, επειδή η… …

    Dictionary of Greek

  • 4καπνίζω — (AM καπνίζω) [καπνός] 1. εκθέτω κάποιον ή κάτι σε καπνό, υποβάλλω κάποιον ή κάτι στην επίδραση καπνού 2. μαυρίζω κάτι με καπνό νεοελλ. 1. εισπνέω τον καπνό ο οποίος παράγεται από αναμμένα φύλλα τού φυτού καπνός που βρίσκονται καταλλήλως… …

    Dictionary of Greek

  • 5καπνιστής — ὁ, θηλ. καπνίστρια (για πρόσ.) αυτός που έχει τη συνήθεια να καπνίζει, να εισπνέει καπνό από τσιγάρο, πούρο, πίπα κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνίζω. Η λ. καπνιστής μαρτυρείται από το 1873 στο περιοδικό σύγγραμμα Όμηρος από τον Φ. Α. Βουτσινά, ενώ το… …

    Dictionary of Greek

  • 6πουρός — ή, ό, Ν [πουρί] (με υβριστική σημ.) 1. ο μεγάλης ηλικίας, ο γερασμένος 2. το ουδ. ως ουσ. το πουρό ο παλιόγερος ή η παλιόγρια …

    Dictionary of Greek

  • 7σιγαρέτο — και τσιγαρέτο, το, Ν (παλ. τ.) 1. το τσιγάρο 2. το πούρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. sigaretta, υποκορ. τού sigaro (πρβλ. σιγάρο / τσιγάρο*)] …

    Dictionary of Greek

  • 8σιγαροκόπος — ο, Ν μικρό κοπτικό εργαλείο σε σχήμα λαβίδας που χρησιμεύει για την κοπή τού άκρου τού πούρου για να διευκολυνθεί έτσι το κάπνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιγάρο «πούρο» + κόπος (< κόπτω), πρβλ. ξυλο κόπος] …

    Dictionary of Greek

  • 9σιγαροποιός — ο, Ν 1. τεχνίτης καπνοβιομηχανίας 2. ο ιδιοκτήτης τής παραπάνω βιομηχανίας, καπνοβιομήχανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιγάρο «τσιγάρο, πούρο» + ποιός*. Η λ., στον πληθ. σιγαροποιοί, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ] …

    Dictionary of Greek

  • 10βελεμνίτες — Μαλάκια που έχουν εκλείψει. Πρωτοεμφανίζονται σε πετρώματα της τριαδικής περιόδου και εξαφανίζονται κατά την ηώκαινο. Οι γνήσιοι β., μεγάλης στρωματογραφικής σημασίας, χαρακτηρίζουν το μεσοζωικό κατά το οποίο πραγματοποιήθηκε η μεγαλύτερη… …

    Dictionary of Greek