πουλώ

  • 91περιπιπράσκω — Α (στα Ανέκδοτα τού Βεκκήρου) (στον παθ. μέλλ.) περιπραθήσεται «ἀπωνηθήσεται». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πιπράσκω «πουλώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 92περνάω — Α πουλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. σχηματισμένος μεταγενέστερα από το πέρνημι, κατά τα συνηρημένα σε άω] …

    Dictionary of Greek

  • 93πλασάρω — Ν 1. ασχολούμαι ως πλασιέ με την εξεύρεση πελατών εμπορικού ή βιομηχανικού προϊόντος στην αγορά 2. (για ποδοσφαιριστή) α) πετυχαίνω τέρμα χτυπώντας την μπάλα από μικρή απόσταση από την αντίπαλη εστία β) μέσ. πλασάρομαι καταλαμβάνω ευνοϊκή θέση… …

    Dictionary of Greek

  • 94πλειστηριάζω — ΝΑ, πληστηριάζω Α [πλειστήρης] νεοελλ. εκθέτω κάτι σε πώληση με πλειοδοσία, πουλώ σε πλειστηριασμό αρχ. προσφέρω τη μεγαλύτερη τιμή προκειμένου να αγοράσω κάτι σε πλειστηριασμό, πλειοδοτώ («οὐ τιμῆς τεταγμένης πωλοῡσιν, ἀλλ ὡς ἄν δύνωνται… …

    Dictionary of Greek

  • 95πλουτοπράτης — ὁ, Μ αυτός που κατά κάποιον τρόπο πουλά τον πλούτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + πράτης (< θ. πρα τού πιπράσκω «πουλώ»), πρβλ. αρτο πράτης, οινο πράτης] …

    Dictionary of Greek

  • 96πολύπρατος — ον Μ αυτός που πουλιέται πολύ ακριβά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πρατός (< θ. πρα τού πέρνημι* «πουλώ», πρβλ. πι πράσκω), πρβλ. ά πρατος] …

    Dictionary of Greek

  • 97πρίαμαι — Α (αποθ. ρ. εύχρ. μόνον ως αόρ. α ἐπριάμην τού ρ. ὠνοῡμαι, έομαι) 1. αγοράζω κάτι σε μια ορισμένη τιμή («καὶ πρίασθαι... τὴν καπίθην ἀλεύρων ἢ ἀλφίτων τεττάρων σίγλων», Ξεν.) 2. πληρώνω τα τέλη, τους φόρους πόλεως 3. (σχετικά με δούλο) μισθώνω… …

    Dictionary of Greek

  • 98προγράφω — ΝΜΑ νεοελλ. καταδιώκω ή καταδικάζω άδικα πολιτικούς αντιπάλους μσν. αρχ. γράφω προηγουμένως («τὰς αἰτίας προύγραψα πρῶτον», Θουκ.) αρχ. 1. προαναφέρω («ὁ προγεγραμμένος ἀριθμός» ο αριθμός που μνημονεύθηκε πιο πάνω, που προαναφέρθηκε, Πλούτ.) 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 99προεκποιώ — έω, Μ εκποιώ, πουλώ προηγουμένως …

    Dictionary of Greek

  • 100προσαπεμπολώ — έω, Μ (κυρίως το παθ.) προσαπεμπολοῡμαι, έομαι πουλώ επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀπεμπολῶ «ξεπουλώ, παραχωρώ κάτι με αθέμιτα ανταλλάγματα»] …

    Dictionary of Greek