πουλώ
81ολυροπράτης — ὀλυροπράτης, ὁ (Α) έμπορος όλυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλυρα + πράτης (< πιπράσκω «πουλώ»), πρβλ. λαχανο πράτης] …
82οπωροπράτης — ὀπωροπράτης, ὁ (Μ) οπωροπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + πράτης (< πιπράσκω «πουλώ»), πρβλ. λαχανο πράτης] …
83οπωροπρατώ — ὀπωροπρατῶ, έω (Μ) [οπωροπράτης] πουλώ οπώρες …
84ορνιθοχηνονητ(τ)οπερδικοπράτης — ὀρνιθοχηνονητ(τ)οπερδικοπράτης, ὁ (Μ) αυτός που πουλάει, χήνες, πάπιες και πέρδικες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + χήν, ός + νῆττα «πάπια» + πέρδιξ, ικος + πράτης (< πιπράσκω «πουλώ»)] …
85ουρανοπράτης — οὐρανοπράτης, ὁ (Μ) αυτός που καπηλεύεται τα θεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + πράτης (< πιπράσκω «πουλώ»)] …
86παλίμπρατος — παλίμπρατος, ον (Α) 1. αυτός που πωλείται λειανικά, αυτός που προέρχεται από μεταπώληση 2. (για δούλο) αυτός που μεταβιβάζεται με συχνή πώληση λόγω αχρειότητας 3. μηδαμινός, ανάξιος λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πρατός (< πιπράσκω «πουλώ»),… …
87παλιμπράτης — παλιμπράτης, ὁ (Α) μεταπράτης, μεταπωλητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πράτης (< πράτης < πιπράσκω «πουλώ»), πρβλ. μετα πράτης] …
88παραπιπράσκω — Α 1. πωλώ κάτι σε μειωμένη τιμή 2. πωλώ επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πιπράσκω «πουλώ»] …
89παραποδίδομαι — Α πωλώ σε μειωμένη τιμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀποδίδομαι «πουλώ»] …
90παστελοπώλης — ο / παστελοπούλης, ΝΜ ο πωλητής παστελιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < παστέλι + πώλης / πούλης (< πωλῶ / πουλῶ)] …