πουλώ
71μονοπωλώ — (Α μονοπωλῶ, έω) [μονοπώλης] πουλώ κατ αποκλειστικότητα ένα προϊόν ή εμπόρευμα, έχω το μονοπώλιο ενός προϊόντος νεοελλ. 1. καθιστώ ένα εμπόρευμα μονοπωλιακό 2. μτφ. α) αποκτώ ή σφετερίζομαι αποκλειστικά δικαιώματα σε έναν τομέα («μονοπωλεί τις… …
72μοσχοπουλώ — και άω και μοσκοπουλώ και άω πουλώ κάτι σε πολύ καλή τιμή και εύκολα …
73μπεστ-σέλερ — το άκλ. βιβλίο με μεγάλη επιτυχία κυκλοφορίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. best seller «ο καλύτερα / περισσότερο πωλούμενος» < best «ο καλύτερος» + sell «πουλώ»] …
74νεκροπέρνας — νεκροπέρνας, ὁ (Α) (για τον Αχιλλέα) αυτός που πουλά τα σώματα τών νεκρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)* + πέρνας (< πέρνημι «πουλώ»] …
75νεκροπράτης — νεκροπράτης, ὁ (Μ) αυτός που πουλά τους νεκρούς, νεκροπέρνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)* + πράτης (< θ. πρα τού πι πρά σκω «πουλώ»), πρβλ. ιματιο πράτης, χαλκο πράτης] …
76ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …
77ξαναπουλώ — (Μ ξαναπουλῶ, άω) 1. πουλώ ξανά 2. μεταπωλώ …
78ξυλοπρατικός — ξυλοπρατικός, ή, όν (Μ) σχετικός με την πώληση ή τον πωλητή ξύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + πρατικός (< πιπρά σκω «πουλώ»), πρβλ. μετα πρατικός] …
79οινοπωλώ — οἰνοπωλῶ, έω (Α) [οινοπώλης] είμαι οινοπώλης, πουλώ κρασί …
80ολοσηρικοπράτης — ὁλοσηρικοπράτης, ὁ (Μ) αυτός που πουλά ολομέταξα υφάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλοσηρικός «ολομέταξος» + πράτης (< θ. πρα τού πι πρά σκω «πουλώ»), πρβλ. ιματιο πράτης] …