πουλώ
61λοφοπωλώ — λοφοπωλῶ, έω (Α) πουλώ λοφία για περικεφαλαίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λοφοπώλης < λόφος + πώλης (< πωλῶ)] …
62με — (I) και μέ (συντετμημένος τύπος τού εμέ, αιτ. τού εγώ) όταν προτάσσεται τού ρήματος συνήθως διατηρεί τον τόνο του και χρησιμοποιείται ως μη εγκλιτική λέξη, ενώ όταν επιτάσσεται σχεδόν πάντοτε παραμένει άτονο και είναι εγκλιτική λέξη (α. «μέ… …
63μελιτοπωλώ — μελιτοπωλῶ, έω (Α) [μελιτοπώλης] πουλώ μέλι …
64μεταπιπράσκω — (Α) πωλώ πάλι ή έπειτα, μεταπουλώ ή ξαναπουλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + πιπράσκω «πουλώ»] …
65μεταπρατώ — μεταπρατῶ, έω (Μ) [μεταπράτης] αγοράζω κάτι και τό πουλώ στους άλλους, μεταπωλώ …
66μεταπωλώ — και μεταπουλώ και ματαπουλώ (Α μεταπωλώ, Μ μεταπουλῶ, έω) αγοράζω κάτι και τό πουλώ σε άλλους με σκοπό το κέρδος …
67μετεκχωρώ — μετεκχωρῶ, έω (Μ) πουλώ, εκποιώ …
68μετρώ — άω (ΑΜ μετρῶ, έω) [μέτρον] 1. προσδιορίζω τις διαστάσεις, την ένταση ή την αξία ενός πράγματος με βάση ορισμένη μετρική μονάδα (α. «το οικόπεδο μετρήθηκε και είναι 450 τετραγωνικά μέτρα» β. «τάς χώρας σφέων μετρήσας κατά παρασάγγας», Ηρόδ.) 2.… …
69μηλολεπτοκαροκαστανοπράται — μηλολεπτοκαροκαστανοπρᾱται, οἱ (Μ) οι πωλητές μήλων, λεπτοκαρύων και καστάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + λεπτοκάρυον + κάστανο + πράτης (< πι πρά σκω «πουλώ»), πρβλ. αρτο πράτης] …
70μηλοπράτης — μηλοπράτης, ὁ (Μ) πωλητής μήλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + πράτης (< πι πρά σκω «πουλώ»), πρβλ. αρτο πράτης] …