πουλώ
51ιχθυοπωλώ — ἰχθυοπωλῶ, έω (Α) [ιχθυοπώλης] πουλώ ψάρια …
52κακοπουλώ — άω 1. πουλώ εμπόρευμα με δυσκολία 2. ζημιώνομαι από την πώληση …
53καλοπουλώ — και καλοπουλάω πουλώ κάτι εύκολα και σε καλή, ικανοποιητική τιμή, ακριβοπουλώ, μοσχοπουλώ …
54καμελότος — ο (ιστ.) (κυρίως στον πληθ.) οι καμελότοι υποτιμητική ονομασία που δινόταν παλαιότερα από τους Γάλλους δημοκρατικούς στους οπαδούς τού κόμματος τών βασιλοφρόνων και η οποία προήλθε από τους καμελό, δηλ. αυτούς που πουλούσαν εφημερίδες και… …
55κηροπράτης — κηροπράτης, ὁ (Μ) κηροπώλης, πωλητής κεριού ή κεριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + πράτης (< θ. πρα τού πιπράσκω «πουλώ»), πρβλ. λάχανο πράτης, οινο πράτης] …
56κρεατοπουλειό — κρεατοπουλειό, τὸ (Μ) κρεοπωλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο (βλ. κρε[ο] ) + πουλειό (< πωλεῖον με τροπή του ω σε ου , πρβλ. πωλῶ > πουλῶ, καταβιβασμό τού τόνου και συνίζηση), πρβλ. κρασο πουλειό] …
57κρεοπωλώ — κρεοπωλῶ, έω (Α) [κρεοπώλης] είμαι κρεοπώλης, πουλώ κρέας …
58λαγοπράτης — λαγοπράτης, ὁ (Α) αυτός που πουλάει λαγούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + πράτης (< θ. πρα τού ρ. πι πράσκω «πουλώ»), πρβλ. ιχθυο πράτης, μετα πράτης] …
59λαφυροπωλώ — λαφυροπωλῶ, έω (Α) [λαρυφοπώλης] πουλώ λάφυρα («ἔμειναν ἡμέρας ἑπτὰ λαφυροπωλοῡντες», Ξεν.) …
60λιβανωτοπωλώ — λιβανωτοπωλῶ, έω (Α) [λιβανωτοπώλης] πουλώ λιβάνι, είμαι λιβανωτοπώλης …