πουλώ

  • 31απαργυρώνω — (Α ἀπαργυρῶ, όω) νεοελλ. κάνω απαργύρωση, αφαιρώ το ασήμι από κάποιο αντικείμενο αρχ. δίνω κάτι παίρνοντας αργύρια, πουλώ …

    Dictionary of Greek

  • 32απολύω — κ. απολάω, αμπολάω, απολνώ, αμολάω (AM ἀπολύω) 1. παύω κάποιον από την εργασία ή την υπηρεσία του 2. αφήνω ελεύθερο από την υπηρεσία στον στρατό 3. διαλύω, διατάζω να διαλυθεί (στράτευμα) νεοελλ. 1. αφήνω ελεύθερο, αποφυλακίζω 2. φρ. «απολάω… …

    Dictionary of Greek

  • 33αποπωλώ — ἀποπωλῶ ( έω) (Μ) πουλώ, ξεπουλώ …

    Dictionary of Greek

  • 34αργυροπράτης — ἀργυροπράτης, ο (AM) ο αργυραμοιβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + πράτης < θ. πρα του ρ. πέρνημι «ανθρωποεμπορεύομαι, πουλώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 35δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός …

    Dictionary of Greek

  • 36διακαπηλεύω — (Α διακαπηλεύω) [καπηλεύω] 1. είμαι μεταπράτης, είμαι μεταπωλητής, πουλώ λειανικά όπως οι κάπηλοι 2. εξευτελίζω …

    Dictionary of Greek

  • 37διακηρύσσω — και ττω (AM διακηρύσσω και ττω) διαλαλώ, γνωστοποιώ δημόσια με κήρυκα μσν. νεοελλ. 1. αναγγέλλω εγγράφως ή μέσω τού Τύπου 2. διαδίδω κάτι επαναλαμβάνοντάς το συνεχώς αρχ. 1. πουλώ σε δημοπρασία 2. μέσ. διακηρύσσομαι και ττομαι διαπραγματεύομαι… …

    Dictionary of Greek

  • 38διατίθημι — (AM) 1. τακτοποιώ καθετί στη θέση του («θεοὶ διέθεσαν τὰ ὄντα», Ξεν. Απομν.) 2. μέσ. διανέμω την περιουσία μου με διαθήκη («καθὼς ἐν τῇ τελευταίᾳ βουλήσει μου διάθωμαι») αρχ. I. 1. κυβερνώ, διαχειρίζομαι («κράτιστα διαθέντι τοῡ πολέμου», Θουκ.) 2 …

    Dictionary of Greek

  • 39εκθέτω — (AM ἐκτίθημι) 1. θέτω έξω, τοποθετώ σε υπαίθριο μέρος 2. εγκαταλείπω νεογέννητο βρέφος 3. αφηγούμαι με λεπτομέρειες προφορικά ή εγγράφως νεοελλ. 1. θέτω σε κοινή θέα 2. τοποθετώ κάτι ως έκθεμα σε έκθεση («θα εκθέσει τα έργα του στο Παρίσι») 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 40εκπιπράσκω — ἐκπιπράσκω (Α) πουλώ, εκποιώ …

    Dictionary of Greek