πουλώ

  • 21Каппадокский язык — Каппадокийский язык Страны: Греция, изначально Каппадокия (центральная Турция) Общее число носителей: очень мало Статус: исчезающий Классификация Категория …

    Википедия

  • 22-αγα — ρηματική κατάληξη παρατατικού συνηρημένων ρημάτων, π.χ. νικώ νίκαγα, πουλώ πούλαγα, τραγουδώ τραγούδαγα κ.ά. Η κατάληξη προήλθε από τον μεταπλασμό τής καταλήξεως ει τού πρτ. τών συνηρ. ρημάτων (εθώρ ει) σε ειε (εθώρ ειε), επειδή η κατάληξη ε ήταν …

    Dictionary of Greek

  • 23ακριβο- — Γλωσσ. α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων τής Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα. Το ακριβο προήλθε είτε από το επίθ. ακριβός (κατά τη σύνθεσή του με ονόματα κυρίως) ή από το παράγωγο επίρρ. ακριβά (κατά τη σύνθεσή του με ρήματα). Το ακριβο ως …

    Dictionary of Greek

  • 24αλλαντοπωλώ — ἀλλαντοπωλῶ ( έω) (Α) [ἀλλαντοπώλης] πουλώ αλλαντικά, είμαι αλλαντοπώλης …

    Dictionary of Greek

  • 25αλλοτριώνω — (Α ἀλλοτριῶ, όω) 1. κάνω κάτι αλλότριο, ξένο, αποξενώνω 2. παθ. περιέρχομαι στην κυριότητα άλλου νεοελλ. 1. μεταβιβάζω σε άλλον την κυριότητα, εκποιώ, πουλώ 2. αφαιρώ την ελευθερία κάποιου, τόν αποξενώνω από τον εαυτό του αρχ. Ι. ενεργ. 1. στερώ …

    Dictionary of Greek

  • 26αναδίδω — και δίνω (Α ἀναδίδωμι) 1. εκφύω, παράγω, φέρω 2. εκβάλλω, εκπέμπω, βγάζω, σκορπίζω (οσμή, φλόγα, καπνό κ.ά.) 3. αναβλύζω, αναβρύω νεοελλ. (αμτβ.) 1. βλαστάνω, φυτρώνω 2. (για φυτά) ευδοκιμώ, προοδεύω 3. ανακτώ τις σωματικές μου δυνάμεις, αναρρώνω …

    Dictionary of Greek

  • 27ανακηρύσσω — (Α ἀνακηρύσσω) (αττ. ττω) 1. απονέμω επίσημα τίτλο, αναγορεύω 2. γνωστοποιώ δημόσια, ανακοινώνω αρχ. 1. πουλώ σε δημοπρασία, βγάζω στο σφυρί 2. υπόσχομαι δημόσια αμοιβή με κήρυκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κηρύσσω. ΠΑΡ. ανακήρυξις νεοελλ. ανακηρυκτής …

    Dictionary of Greek

  • 28αναπωλώ — (Α ἀναπωλῶ, έω) πουλώ εκ νέου, ξαναπουλώ …

    Dictionary of Greek

  • 29ανδραποδίζω — ἀνδραποδίζω (Α) (ενεργ, και μέσ.) 1. υποδουλώνω, απάγω άνθρωπο ελεύθερο και τον πουλώ ως δούλο 2. (για ιδιώτη) ασκώ το επάγγελμα του δουλεμπόρου, εμπορεύομαι δούλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανδράποδον. ΠΑΡ. αρχ. ανδραποδισμός, ανδραποδιστής,… …

    Dictionary of Greek

  • 30απαλλοτριώνω — (Α ἀπαλλοτριῶ, όω) νεοελλ. αφαιρώ κ. μεταβιβάζω αναγκαστικά και βάσει του νόμου την ακίνητη περιουσία κάποιου αντί τιμήματος σε άλλον αρχ. 1. κάνω κάτι ξένο, αποξενώνω 2. (για περιουσία) δίνω σε άλλον, χαρίζω, πουλώ 3. (για πράγματα) α) διαχωρίζω …

    Dictionary of Greek