πουλώ
101προσαποδίδωμι — Α [ἀποδίδωμι] 1. καταβάλλω κάτι ακόμη για να εξοφλήσω ένα χρέος 2. προσθέτω κάτι ως συμπλήρωμα σε κάτι άλλο 3. προσθέτω σε φάρμακο 4. βεβαιώνω ακόμη περισσότερο 5. (σχετικά με επίδεσμο) αποπερατώνω, αποτελειώνω 6. μέσ. προσαποδίδομαι πουλώ κάτι… …
102προσπωλώ — έω, Α πουλώ σε κάποιον κάτι ακόμη …
103πρωτόπραστος — ον, Μ (για τον όφι ως πρώτο ένοχο) αυτός που πρώτος διενήργησε αγοραπωλησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + πιπράσκω «πουλώ»] …
104πυροπωλώ — έω, Α πουλώ σιτηρά, είμαι πυροπώλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + πωλῶ (< πώλης < πωλῶ), πρβλ. οινο πωλώ] …
105πωλητής — ο, θηλ. πωλήτρια, ΝΑ, και πουλητής, θηλ. πουλήτρια και πουλήτρα, Ν [πωλῶ / πουλώ] αυτός που πουλά κάτι νεοελλ. υπάλληλος εμπορικού καταστήματος αρχ. 1. (στην Επίδαμνο) άρχων ο οποίος ρύθμιζε τις εμπορικές υποθέσεις τής πόλης με τους γείτονες… …
106πόρνη — η, ΝΜΑ γυναίκα που προσφέρει σε άνδρες το σώμα της για σαρκική ηδονή έναντι χρηματικής αμοιβής, ιερόδουλος, εταίρα, πουτάνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Η λ. πόρ νη παράγεται από θ. πορ τού ρ. πέρνημι* «πουλώ» (με ανώμαλο φωνηεντισμό ο ), το οποίο πιθ. μπορεί… …
107πώληση — (Νομ.). Αμφοτεροβαρής ενοχική σύμβαση (ενοχή) που αποβλέπει στη μεταβίβαση της κυριότητας κινητού ή ακίνητου πράγματος ή δικαιώματος από ένα πρόσωπο (πωλητή) σε ένα άλλο (αγοραστή) αντί καταβολής ενός χρηματικού, κατά κύριο τουλάχιστον λόγο,… …
108σιτευωνώ — έω, Α αγοράζω σιτάρι και τό πουλώ σε χαμηλή τιμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + εὐωνῶ «αγοράζω φθηνά»] …
109σκοτώνω — Ν 1. θανατώνω, φονεύω (α. «σκότωσε τη γυναίκα του» β. «καὶ σκοτωμένους δυο απ αυτούς, πολλ άσκημα ευρήκα», Ερωτόκρ.) 2. μτφ. α) προκαλώ βαθιά θλίψη και πόνο, ταλαιπωρώ, σωματικά ή ψυχικά, καταβασανίζω (α. «με αυτό που μού είπες μέ σκότωσες» β.… …
110συμπωλώ — έω, Α 1. πουλώ κάτι μαζί με κάτι άλλο 2. επικυρώνω, αναγνωρίζω την πώληση …