πουλυ

  • 1πουλύ — πολύς many masc voc sg (epic) πολύς many neut nom/voc/acc sg (epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2CRIU-METOPON — i. e. Arietis frons. promontor. geminum. Unum Cretae in ora Australi ad Occidentem, Capao S. Iani Nigro, Capo Leone Pineto. Capo Crio; prope vicus est S. Giovanni de Capo Crio. Baudrand. Dionys. v. 87. Η῞τ᾿ εἰς ἅλα πουλὺ νένευκε Πὰρ ςθ᾿ ἱερην`… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 3πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… …

    Dictionary of Greek