πουλυβότειρα
1πουλυβότειρα — πολυβότειρα much fem nom/voc sg (epic) πουλυβότειρα fem nom/voc sg …
2πουλυβότειρα — ἡ, Α (επικ. τ.) βλ. πολυβότειρα …
3POLYBOEA — Dea. Hesych. Πολύβοια, θεός τις, ὑπ᾿ ενίων Α῎ρτεμις, ὑπὸ δὲ ἄλλων Κόρη, nempe a βόω, sive βόςκω, pasco, ut idem sit ac Homeri Πουλυβότειρα, aut Παμβῶτις γῆ, quod apud Sophoclem in Philoctete Ac fortasse similiter Heracleenses, matrem eius Cererem …
4πολυβότειρα — ἡ, και επικ. τ. πουλυβότειρα, Α (για γη) 1. αυτή που τρέφει πολλούς («ἐπὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτή που παρέχει πολλή τροφή, πολύτροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βότειρα (θηλ. τού βοτήρ < θ. βο τού βόσκω), πρβλ. λαο βότειρα] …
5πουλυβοτείρῃ — πολυβότειρα much fem dat sg (epic ionic) πουλυβότειρα fem dat sg (epic ionic) …
6πουλυβότειραν — πολυβότειρα much fem acc sg (epic) πουλυβότειρα fem acc sg …