ποτᾰμιος
1ποτάμιος — of masc nom sg ποτάμιος of masc/fem nom sg …
2ποτάμιος — α, ο / ποτάμιος, ον, ΝΜΑ, και ποτάμείος Α [ποταμός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποταμό ή προέρχεται από αυτόν, ποταμήσιος (α. «ποτάμια ύδατα» β. «παρ ὄχθαις ποταμίαις», Αισχύλ. γ. «ποτάμια ποτά», Σοφ. δ. «ποτάμιος κύκνος», Ευρ.) αρχ. 1.… …
3ποταμίους — ποτάμιος of masc acc pl ποτάμιος of masc/fem acc pl …
4ποτάμιοι — ποτάμιος of masc nom/voc pl ποτάμιος of masc/fem nom/voc pl …
5Αλιάκμων — Ποτάμιος θεός, γιος του Ωκεανού και της Τηθύας ή του Παλαιστίνου, γιου του Ποσειδώνα και της Πιερίας. Όταν ο Παλαιστίνος πληροφορήθηκε τον φόνο του Α. σε κάποια μάχη, έπεσε στον ποταμό Κονασό που μετονομάστηκε Παλαιστίνος (σήμερα Στρυμόνας).… …
6ποταμίαις — ποτάμιος of fem dat pl …
7ποταμίαισι — ποτάμιος of fem dat pl (epic ionic aeolic) …
8ποταμίαισιν — ποτάμιος of fem dat pl (epic ionic aeolic) …
9ποταμίης — ποτάμιος of fem gen sg (epic ionic) …
10ποτάμιαι — ποτάμιος of fem nom/voc pl …