ποτι-τάσσω

  • 1ποιτάσσω — Α (δωρ. τ.) προστάσσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποι (βλ. λ. ποτί) + τάσσω] …

    Dictionary of Greek

  • 2προστάζω — προστάσσω ΝΜΑ, και αττ. τ. προστάττω και δωρ. τ. ποτιτάσσω και ποιτάσσω Α δίνω διαταγή συνήθως με έντονο τρόπο, παραγγέλλω, διατάζω (α. «τούτο προστάζει ο βασιλιάς και μ έστειλε φερμάνι», δημ. τραγούδι β. «ἐπὶ τῆς κτίσεως συνεξέλαμψε τὸ φῶς τῷ… …

    Dictionary of Greek

  • 3ποτιτάσσω — Α (δωρ. τ.) προστάσσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + τάσσω] …

    Dictionary of Greek