ποταμὸν π

  • 81υπερδέξιος — ία, ον, θηλ. και ος, Α [δεξιός] 1. αυτός που βρίσκεται δεξιά και ψηλότερα από κάτι άλλο («εἶχον ὑπερδέξιον χωρίον... χαλεπώτατον καὶ ἐξ ἀριστερᾱς... ποταμόν», Ξεν.) 2. αυτός που βρίσκεται ψηλότερα (α. «λόφος ὑπερδέξιος τῶν πολεμίων», Πολ. β.… …

    Dictionary of Greek

  • 82φιλοποιώ — έω, Α [φιλοποιός] 1. κάνω κάποιον φίλο 2. μέσ. φιλοποιοῡμαι, έομαι παίρνω κάποιον με το μέρος μου («καὶ φιλοποιησάμενος παντὶ τρόπῳ τοὺς παροικοῡντας τὸν ποταμόν», Πολ.) …

    Dictionary of Greek

  • 83φοβούμαι — φοβοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ, και φοβάμαι Ν και φοβᾱμαι Μ, και τ. ενεργ. φοβῶ, έω, Α 1. διακατέχομαι ή καταλαμβάνομαι από φόβο, αντιμετωπίζω με φόβο κάποιον ή κάτι (α. «φοβάται τον πατέρα του» β. «φοβάμαι τη μοναξιά» γ. «φοβάμαι να βγω έξω με τέτοια… …

    Dictionary of Greek

  • 84ψευδώνυμος — η, ο / ψευδώνυμος, ον, ΝΜΑ αυτός που φέρει ή χρησιμοποιεί ψεύτικο όνομα ή αυτός που ονομάζεται εσφαλμένα από άλλους με όνομα το οποίο δεν τού ανήκει (α. «ψευδώνυμο νομοσχέδιο» β. «φιλόσοφος ψευδεπίγραφος καὶ ψευδώνυμος», Πλούτ. γ. «ἥξεις δ… …

    Dictionary of Greek

  • 85ψυχώνω — ψυχῶ, όω, ΝΜΑ [ψυχή] νεοελλ. 1. εμψυχώνω, ενθαρρύνω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ψυχωμένος, η, ο γενναίος, θαρραλέος μσν. παθ. ψυχοῡμαι, όομαι ριζώνω σαν φυτό και αντλώ ζωή («εἰς ἐμένα ἐψυχώθη ἀπέσω εἰς τὴν καρδίαν, καὶ ὅλον περιέπλεξέ με», Λίβ.… …

    Dictionary of Greek

  • 86αιτιατική πτώση — Η πτώση που δηλώνει το πρόσωπο ή το πράγμα στο οποίο κατευθύνεται η ενέργεια του υποκειμένου. Τη μεταχειριζόμαστε όταν απαντούμε στην ερώτηση «ποιον;» ή «τι;». Π.χ. «Ποιον θέλεις;» «Τον Κώστα» ή «Τι ξέχασες;» «Τον αναπτήρα μου». Η α.π. έχει… …

    Dictionary of Greek