ποταμοὺς

  • 121Ποσειδών — I Θεός της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Κρόνου και της Ρέας και αδελφός του Δία και του Άδη. Λέγεται, στα νεότερα χρόνια, και Ποσειδώνας. Σύμφωνα με έναν αρχαίο μύθο, κατά τη διανομή του κόσμου μεταξύ των γιων του Κρόνου, δόθηκε στον Π. η… …

    Dictionary of Greek

  • 122Σάντονες — και Σάντονοι, οι, ΝΑ λαός τής κελτικής Γαλατίας που κατοικούσε στην χώρα ανάμεσα στους ποταμούς Γαρούνα και Λίγηρα …

    Dictionary of Greek

  • 123Σαμάρεια — Ιστορική περιοχή της Παλαιστίνης, που σήμερα ανήκει στο κράτος του Ισρα ρήλ και στο Βασίλειο της Ιορδανίας. Ορίζεται στα Β από τη Γαλιλαία, στα Ν από την Ιουδαία, και στα Α από τη βαθιά συροαφρικανική τεκτονική τάφρο, τη λεγόμενη «Κοιλάδα του… …

    Dictionary of Greek

  • 124Χάρων — I Λογογράφος, γιος του Πυθοκλή ή του Πυθέα, που ήκμασε λίγο πριν από τον Ηρόδοτο, επί Αρταξέρξη του A’. Ερεύνησε την ιστορία των ασιατικών λαών, και έγραψε Περσικά, Ελληνικά, Αιθιοπικά, Κρητικά, Λιβυκά, Κτίσεις πόλεων, Περίπλουν των εκτός των… …

    Dictionary of Greek

  • 125άζευκτος — η, ο (AM ἄζευκτος, ον) 1. αυτός που δεν μπήκε σε ζυγό, άζευτος 2. που δεν συζεύχθηκε, άγαμος νεοελλ. (για ποταμούς, πορθμούς κ.λπ.) αυτός που δεν ζεύχθηκε, δεν ενώθηκε με γέφυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ζευκτός < ζεύγνυμι] …

    Dictionary of Greek

  • 126άλυπος — (5ος – 4ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και χαλκουργός από τη Σικυώνα, μαθητής του Ναυκύδη. Από τα έργα του συμπεραίνεται ότι άκμασε μεταξύ 420 380 π.Χ. Κατασκεύασε χάλκινους ανδριάντες ναυάρχων, συμμάχων του Λύσανδρου στη ναυμαχία του εναντίον των… …

    Dictionary of Greek

  • 127άνιχθυς — ἄνιχθυς, υ (Α) (για ποταμούς ή λίμνες) αυτός που δεν έχει ψάρια …

    Dictionary of Greek

  • 128άνομβρος — η, ο (AM ἄνομβρος, ον) [όμβρος] (για τόπους) αυτός που δεν δέχεται αρκετές βροχές, ξηρός αρχ. (για ποταμούς, λίμνες κ.λπ) αυτός που δεν τροφοδοτείται με βροχές …

    Dictionary of Greek