ποταμοὺς

  • 111Ακτινοπτερύγιοι — Υφομοταξία ψαριών της ομοταξίας των οστεϊχθύων. Έχουν χόνδρινο σκελετό, περισσότερο ή λιγότερο οστεοποιημένο, σώμα γεμάτο λέπια και ακτινωτά πτερύγια (απ’ όπου και η ονομασία τους). Η υφομοταξία αυτή περιλαβαίνει το μεγαλύτερο μέρος των ψαριών… …

    Dictionary of Greek

  • 112Αμπουλλάρια — η Ζωολ. γένος και ομώνυμη οικογένεια (Ampullariidae) Προσωβράγχιων Γαστερόποδων Μαλακίων, με θολωτό όστρακο, κεράτινο επίπωμα, μακρύ σίφωνα και μεγάλες κεραίες. Το όστρακο στα είδη τού γένους Αμπουλλάρια έχει διάμετρο μέχρι 10 εκατοστά. Ζεί στις… …

    Dictionary of Greek

  • 113Αμφίποδα — (amphipoda).Επιστημονική ονομασία αρθρoπόδων μαλακοστράκων που ζουν στις θάλασσες, στις λίμνες, στους ποταμούς, σε αμμώδεις ακτές, σε σπήλαια και σε υγρά μέρη πολλών τροπικών νησιών. Είναι γνωστά περίπου 4.600 είδη. Αφθονούν σε ορισμένες ακτές σε …

    Dictionary of Greek

  • 114Ανάβας — Περκόμορφο ψάρι του γλυκού νερού, της υπερτάξης των τελεοστέων (οικογένεια αναβαντίδες). To κυριότερο και πιο παράδοξο χαρακτηριστικό του γνώρισμα είναι πως μπορεί να εγκαταλείπει προσωρινά το υγρό στοιχείο και να μετακινείται πάνω στο έδαφος,… …

    Dictionary of Greek

  • 115Αχέρων — Ονομασία τριών ποταμών. 1. Ποταμός της Ηπείρου (κοινώς, Μαυροπόταμος ή Φαναριώτικος), ο οποίος περιβάλλεται από πλούσια μυθική παράδοση σχετική με τους νεκρούς και τον Άδη. Πηγάζει από τα όρη του Σουλίου και εκβάλλει στο Ιόνιο, στον κόλπο του… …

    Dictionary of Greek

  • 116Αχελώος — I Θεός των ποταμών, γιος του Ωκεανού και της Τηθύος ή Γαίας, που το όνομά του πήρε ο ποταμός της Αιτωλοακαρνανίας. Λατρευόταν σε πολλά μέρη της Ελλάδας και ιδιαίτερα στην Ακαρνανία, όπου τελούνταν αγώνες στον Ωρωπό, στα Μέγαρα, όπου είχαν στηθεί… …

    Dictionary of Greek

  • 117Βορέας — Προσωποποίηση του ανέμου βοριά στην ελληνική μυθολογία. Αναφέρεται ως γιος του Αστραία (ή του Τυφώνα) και της Ηούς και ισχυρότερος από τους τρεις αδελφούς του, τον Νότο, τον Εύρο και τον Ζέφυρο. Ο Β. συνδέεται στενά με τη Θράκη, τα όρη της και… …

    Dictionary of Greek

  • 118Βορεάς — Προσωποποίηση του ανέμου βοριά στην ελληνική μυθολογία. Αναφέρεται ως γιος του Αστραία (ή του Τυφώνα) και της Ηούς και ισχυρότερος από τους τρεις αδελφούς του, τον Νότο, τον Εύρο και τον Ζέφυρο. Ο Β. συνδέεται στενά με τη Θράκη, τα όρη της και… …

    Dictionary of Greek

  • 119Καρπενησιώτης — Ποταμός (15 χλμ.) της Στερεάς Ελλάδας στον νομό Ευρυτανίας. Διασχίζει το λεκανοπέδιο του Καρπενησίου, απ’ όπου προέρχεται και η ονομασία του. Ακολουθεί παράλληλη πορεία με την οδό Καρπενησίου Προυσού και αργότερα ενώνεται με τους ποταμούς… …

    Dictionary of Greek

  • 120Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …

    Dictionary of Greek