ποτίθεσις

  • 1ποτίθεσις — έσεως, ἡ, Α (δωρ. τ.) η πρόσθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + θέσις] …

    Dictionary of Greek

  • 2πρόσθεση — η / πρόσθεσις, έσεως, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτίθεσις, Α [προστίθημι] 1. το να προστίθεται κάτι σε κάτι άλλο, προσθήκη, αύξηση (α. «η πρόσθεση νέων φορολογικών βαρών» β. «διὰ τὴν πρόσθεσιν τοῡ ἑτέρου τῷ ἑτέρῳ», Πλάτ. β) «αὔξησις κατὰ πρόσθεσιν»,… …

    Dictionary of Greek