ποτά
71επίκρασις — ἐπίκρασις, ἡ (Α) [κράσις] 1. (για ποτά, χυμούς κ.λπ.) ανάμιξη, συγκερασμός 2. μετρίαση που γίνεται με ανάμιξη …
72εύληπτος — η, ο (ΑΜ εὔληπτος, ον) 1. αυτός που κατανοείται εύκολα, ο ευνόητος 2. (για ποτά, φάρμακα κ.λπ.) αυτός που λαμβάνεται εύκολα, ο εύποτος, ο καλόπιστος (α. «οὐδ εὔληπτον εῑναι τὸ ὕδωρ», Ιώσ. β. «εύληπτα φάρμακα») νεοελλ. αυτός που συλλαμβάνεται… …
73ηδύποτο — Γλυκό αλκοολούχο ποτό που έχει αρωματιστεί με διάφορα φυσικά ή συνθετικά αρώματα. Το η. παρασκευάζεται χωρίς ζύμωση, με ανάμιξη αλκοόλης, νερού, αρωματικών υλών και ζάχαρης. Οι σπουδαιότεροι μέθοδοι παρασκευής είναι τρεις: η μέθοδος της απόσταξης …
74θέλγω — (AM θέλγω) προσελκύω κάποιον, γοητεύω, σαγηνεύω (α. «τόν έθελξε με το κάλλος της» β. «και μ οὔτι μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει», Αισχύλ.) αρχ. 1. μαγεύω, καταπραΰνω κάποιον με φάρμακα ή με μαγικά ποτά ή με ξόρκια ή με άσματα («ἀνδρῶν… …
75θερμοδοσία — θερμοδοσία, η (Α) [θερμοδότης] το να παρέχει κάποιος θερμά ποτά ως φάρμακα …
76θερμοποσία — θερμοποσία, ἡ (Α) [θερμοπότης] το να πίνει κάποιος θερμά ποτά …
77ιδρώτας — Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη… …
78κέρασμα — το (ΑΜ κέρασμα) [κεράννυμι] νεοελλ. 1. προσφορά κρασιού, άλλου ποτού ή γλυκίσματος 2. μοίρασμα κρασιού στα ποτήρια 3. φιλοδώρημα σε χρήμα μσν. κύπελλο γεμάτο κρασί αρχ. 1. μίγμα, κράμα 2. κράμα από διάφορα ποτά 3. ασθένεια που προέρχεται από… …
79καλαμάκι — Ονομασία δεκατριών οικισμών. 1. Πόλη (υψόμ. 10 μ., 38.047 κάτ.) του νομού Αττικής. Ανήκει στο πολεοδομικό συγκρότημα της πρωτεύουσας, της οποίας ουσιαστικά αποτελεί προάστιο. Βρίσκεται στην ακτή του Σαρωνικού κόλπου, ανάμεσα στο Παλαιό Φάληρο και …
80καλοστόμαχος — η, ο 1. αυτός που έχει γερό στομάχι, που χωνεύει καλά ό,τι και αν φάει 2. (για τροφές και ποτά) εύπεπτος, καλοχώνευτος, ευκολοχώνευτος, ελαφρός 3. μτφ. ανεκτικός, συγκαταβατικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + στόμαχος / στομάχι] …