ποτά

  • 51αλκοολικός — ή, ό και αλκολικός [αλκοόλ] 1.ο σχετικός με το αλκοόλ, αυτός που περιέχει τα συστατικά τού αλκοόλ 2. αυτός που πίνει οινοπνευματώδη ποτά σε υπερβολικές ποσότητες, αυτός που πάσχει από αλκοολισμό 3. αυτός που κατέχεται από κάποιο έμμονο πάθος ή… …

    Dictionary of Greek

  • 52αλκοολούχος — ο (για ποτά) αυτός που περιέχει αλκοόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλκοόλη + ούχος < έχω, πρβλ. γαλλ. alcoolique] …

    Dictionary of Greek

  • 53αλκοτέστ — (alcotest, νεολογισμός από σύνθεση των λέξεων alcohol + test). Διαδικασία ελέγχου της ποσότητας αλκοόλ (οινοπνεύματος) που υπάρχει στο αίμα, σε μια δεδομένη στιγμή. Γίνεται με ειδική συσκευή ανίχνευσης και εφαρμόζεται κυρίως σε οδηγούς τροχοφόρων …

    Dictionary of Greek

  • 54αμαρκάριστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει μαρκαριστεί, πάνω στον οποίο δεν είναι κεντημένα ή γραμμένα τα αρχικά γράμματα ή άλλα σύμβολα 2. (για φαγητά ή ποτά) αυτός που δεν δηλώθηκε και δεν υπολογίστηκε με μάρκα από τον υπάλληλο στο ταμείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < α… …

    Dictionary of Greek

  • 55ανέρωτος — η, ο 1. (για ποτά) αυτός που δεν έχει ανακατευθεί με νερό, ο άκρατος 2. ο μπεκρής 3. φρ. «μόνο το πρώτο κερνάει ανέρωτο» μόνο στην αρχή φέρεται τίμια …

    Dictionary of Greek

  • 56ανήθινος — ἀνήθινος και ἀνήτινος, η, ον (AM) κατασκευασμένος με άνηθο ή από άνηθο (για στεφάνια, κρασί, ποτά, φάρμακα) …

    Dictionary of Greek

  • 57αραβόσιτος — Φυτό γνωστό και ως καλαμπόκι. Ανήκει στην οικογένεια των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα), αμερικανικής προέλευσης, ευρύτατα διαδεδομένο σε ολόκληρο τον κόσμο ως φυτό μεγάλης καλλιέργειας. Ο κάλαμός του έχει ύψος πάνω από 2,5 μ., είναι μάλλον χοντρός… …

    Dictionary of Greek

  • 58ατρατάριστος — η, ο 1. εκείνος τον οποίο δεν έχουν τρατάρει, στον οποίο δεν έχουν προσφέρει γλυκό ή ποτό 2. (για γλυκά και ποτά) που δεν προσφέρθηκαν σε επισκέπτες ή καλεσμένους …

    Dictionary of Greek

  • 59βασταγερός — ή, ό [βασταγή] 1. όποιος δεν φθείρεται εύκολα, στερεός («βασταγερή σανίδα», «...κλωστή» κ.λπ.) 2. αυτός που έχει σωματική δύναμη και αντοχή 3. καρτερικός, υπομονητικός 4. (για τρόφιμα και ποτά) εκείνος που διατηρείται πολύ καιρό …

    Dictionary of Greek

  • 60βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 …

    Dictionary of Greek