ποτά

  • 41κυλικείο — το (Α κυλικεῑον) [κύλιξ] τραπέζι με ποτά και ποτήρια νεοελλ. 1. τραπέζι με ποτά ή και φαγητά που προσφέρονται σε καλεσμένους, μπουφές («μετά τη διάλεξη θα υπάρχει κυλικείο») 2. ειδικός χώρος σε κτήρια, σιδηροδρόμους, πλοία κ.α., όπου πωλούνται… …

    Dictionary of Greek

  • 42μπαρ — Μονάδα μέτρησης ίσης προς 10 δύνες ανά τετραγωνικό εκατοστό (ισοδύναμη προς ένα εκατομμύριο βαρίδες). Στη μετεωρολογία χρησιμοποιείται σήμερα διεθνώς ένα υποπολλαπλάσιο του μπαρ, το μιλιμπάρ (mb), δηλαδή το ένα χιλιοστό του μ. (χιλιοστόβαρο), που …

    Dictionary of Greek

  • 43Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… …

    Dictionary of Greek

  • 44δολώνω — δόλωσα, δολώθηκα, δολωμένος 1. βάζω δόλωμα σε αγκίστρι ή παγίδα: Βάλε δόλωμα στην πετονιά. 2. νοθεύω ποτά: Τα ποτά αυτής της κάβας είναι δολωμένα. 3. μτφ., εξαπατώ χρησιμοποιώντας δόλο: Πρόσεξε μη σε δολώσουν κατά τη συναλλαγή …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 45Drakos-Selinitsa-System — Drakos Selenitsa System Eingang der Katafygi Höhle Lage: Mani (Peloponnes), Griechenland Höhe …

    Deutsch Wikipedia

  • 46PACTOLUS — hodie Sarabat, ex tabulis recentiorib. Lydiae fluv. ex monte Tmolo nascens, et per Sardianum agrum in Hermum influens, qui et Chrysorrhoas, ab eo quod aureas secum trahat arenulas, ex quo Midas in eo se lavisset. Plut in Pactolo: Πακτωλὸς ποταμός …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 47Ναζηραίος — και Ναζιραίος, ο (ΑΜ Ναζηραῑος και Ναζιραῑος) 1. συν. στον πληθ. οι Ναζηραίοι εκκλ. Ιουδαίοι ασκητές που ήταν αφιερωμένοι στον Θεό και αναλάμβαναν ένορκη υποχρέωση να αποφεύγουν ισόβια ή για ορισμένο χρονικό διάστημα τα οινοπνευματώδη ποτά και το …

    Dictionary of Greek

  • 48Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… …

    Dictionary of Greek

  • 49άνθινος — η, ο (Α ἄνθινος, η, ον και ἀνθινός, ή, όν) αυτός που προέρχεται ή αποτελείται από άνθη αρχ. 1. αυτός που έχει άνθη ή μοιάζει με άνθος 2. ανθηρός, δροσερός 3. (για κρασιά και ποτά) αρωματισμένος 4. (για γυναικείο ένδυμα) λουλουδισμένος,… …

    Dictionary of Greek

  • 50ίδρωτας — Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη… …

    Dictionary of Greek