ποτά

  • 121πότης — ο, ΝΑ, και θηλ. πότις, ιδος, Α αυτός που πίνει κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά σε μεγάλη ποσότητα, μέθυσος, μπεκρής αρχ. (για λύχνο) αυτός που καταναλώνει πολύ λάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο τού πίνω (βλ. λ. πίνω) + κατάλ. της] …

    Dictionary of Greek

  • 122ρακοπωλείο — και ρακοπουλειό, το, Ν [ρακοπώλης] κατάστημα πώλησης ρακής ή κατάστημα όπου παρέχεται ρακή ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά για πόση, ρακιτζήδικο …

    Dictionary of Greek

  • 123σακχαρόχρωμα — το, Ν ουσία που έχει προκύψει από την χημική αντίδραση τής ζάχαρης και χρησιμεύει ως χρωστική ύλη σε διάφορα ποτά, όπως είναι η μπίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρο + χρώμα] …

    Dictionary of Greek

  • 124σερβίρω — Ν 1. παραθέτω φαγητά ή ποτά 2. βάζω φαγητό από την κατσαρόλα στα πιάτα 3. υπηρετώ ανθρώπους που γευματίζουν 4. (αθλ.) (ιδίως στο βόλεΰ, στο τένις και στο πινγκ πονγκ) κάνω σερβίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. servir < λατ. servio «υπηρετώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 125σιτίο — το / σιτίον, ΝΜΑ [σῑτος] συνήθως στον πληθ. τα σιτία τρόφιμα, προμήθειες (α. «σιτία γυλιού» τα τρόφιμα που έχει ο οπλίτης στον γυλιό του και τά χρησιμοποιεί σε περίπτωση μη εφοδιασμού β. «σιτία και ποτά», Πλάτ. γ. «εἴ τι σιτίον ἢ ποτὸν ἦν», Ξεν.) …

    Dictionary of Greek

  • 126σκευοθήκη — η, ΝΑ, και δωρ. τ. σκεοθήκα και σκευοθήκα και σχεοθήκη Α 1. θήκη, έπιπλο όπου τοποθετούνται και φυλάγονται διάφορα σκεύη («εἴρηται γὰρ οὕτως ἡ τῶν ποτηρίων σκευοθήκη», Αθήν.) 2. αποθήκη σκευών νεοελλ. 1. ναυτ. διαμέρισμα τού πλοίου, κατά κανόνα… …

    Dictionary of Greek

  • 127σταφύλι — Ο καρπός του αμπελιού. Είναι σύνθετος βότρυς (τσαμπί) που οι ρόγες του είναι, ανάλογα με το είδος του αμπελιού, διαφόρων μεγεθών. Κάθε ρώγα περιβάλλεται από το υμένιο (πέτσα) και συνήθως έχει, στο κέντρο, μικρό κουκούτσι ή και κουκούτσια. Το… …

    Dictionary of Greek

  • 128στυλώνω — στυλῶ, όω, ΝΑ [στῡλος] στηρίζω κάτι με στύλους, υποστυλώνω νεοελλ. 1. μτφ. (για φαγητά και ποτά) δίνω νέες δυνάμεις σε κάποιον, τονώνω, καρδαμώνω («μέ στύλωσε το κρέας που έφαγα») 2. (μέσ. και παθ.) στυλώνομαι α) μένω ακίνητος, ακινητοποιούμαι β) …

    Dictionary of Greek