ποτά

  • 111πνευματώδης — ες, ΝΜΑ [πνεύμα, ατος] αέριος, ὁμοιος με τον αέρα, σε αντιδιαστολή με τον υδατώδη νεοελλ. 1. αυτός που περιέχει οινόπνευμα, ο οινοπνευματώδης («πνευματώδη ποτά») 2. ευφυής, εύστροφος, ετοιμόλογος μσν. φρ. «πνευματώδες ζῴδιον» ζώδιο τού οποίου το… …

    Dictionary of Greek

  • 112ποτάμιος — α, ο / ποτάμιος, ον, ΝΜΑ, και ποτάμείος Α [ποταμός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποταμό ή προέρχεται από αυτόν, ποταμήσιος (α. «ποτάμια ύδατα» β. «παρ ὄχθαις ποταμίαις», Αισχύλ. γ. «ποτάμια ποτά», Σοφ. δ. «ποτάμιος κύκνος», Ευρ.) αρχ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 113ποτέ — ΝΜΑ, και διαλ. τ. ποτές, και ιων. τ. κοτέ και δωρ. τ. ποκά και αιολ. τ. ποτά Α νεοελλ. (ως επίρρ.) 1. α) (χρον. και με αρνητική σημ.) ούτε σήμερα, ούτε αύριο, ούτε άλλη μέρα, σε καμιά περίπτωση, ουδέποτε («δεν θα τόν ξαναδώ ποτέ») β) (προκειμένου …

    Dictionary of Greek

  • 114ποτίστατος — άτη, ον, Α (υπερθ.) αυτός που αγαπά πάρα πολύ το κρασί ή τα άλλα οινοπνευματώδη ποτά, ο πολύ μεγάλος πότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πότης + κατάλ. ίστατος ανώμαλων υπερθ. (πρβλ. βλακ ίστατος)] …

    Dictionary of Greek

  • 115ποτηματοποιός — όν, Α αυτός που παρασκευάζει ποτά («γαλακτουργοὺς τρεῑς καὶ δέκα, ποτηματοποιούς ἑπτακαίδεκα», Παρμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πότημα (Ι), ήματος + ποιός*] …

    Dictionary of Greek

  • 116ποτηράκι — το, Ν [ποτήρι] υποκορ. 1. (συν. για οινοπνευματώδη ποτά) μικρό ποτήρι 2. το περιεχόμενο ενός μικρού ποτηριού («ήπιαμε τρία ποτηράκια ούζο») …

    Dictionary of Greek

  • 117ποτοποιείο — το, Ν εργοστάσιο που παρασκευάζει ποτά, κυρίως οινοπνευματώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτοποιός. Η λ., στον λόγιο τ. ποτοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] …

    Dictionary of Greek

  • 118ποτοποιός — ο, Ν ιδιοκτήτης, τεχνικός ή εργάτης εργοστασίου που παρασκευάζει ποτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτό + ποιός*. Η λ., στον πληθυντικό ποτοποιοί, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …

    Dictionary of Greek

  • 119ποτό — το / ποτόν, ΝΜΑ 1. καθετί που πίνεται («σιτία καὶ ποτά», Πλάτ.) νεοελλ. οινοπνευματώδες ή αναψυκτικό παρασκεύασμα αρχ. πόσιμο νερό («Σπερχειός ἄρδει πεδίον εὐμενεῑ ποτῷ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού ρημ. επιθ. ποτός] …

    Dictionary of Greek

  • 120πότε — Ν ΜΑ, και ιων. τ. κότε και δωρ. τ. πόκα και αιολ. τ. πότα Α Ι. (ως ερωτ. χρον. μόριο σε ευθείες και πλάγιες ερωτήσεις) 1. σε ποια χρονική στιγμή, κατά ποιο χρόνο ή σε ποια περίπτωση; (α. «πότε έρχεται το αεροπλάνο;» β. «πότε θα φύγει;» γ. «πότε… …

    Dictionary of Greek