ποσῐδεών
1ποσιδεών — masc nom/voc sg …
2Ποσιδεών — ῶνος, ὁ, Α βλ. Ποσειδεών …
3ποσιδεῶνος — ποσιδεών masc gen sg …
4Ποσιδηϊών — και αττ. τ. Ποσειδεών, ῶνος, και Ποσιδεών και αιολ. τ. Ποσιδάων, ὁ, Α ο έκτος μήνας τού αττικού ημερολογίου και τών ημερολογίων μερικών ιωνικών πόλεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ποσιδήϊος / Ποσιδάϊος + επίθημα ών (πρβλ. Κουρηϊ ών / Κουρεών)] …