ποσσάκι

  • 1ποσάκις — ΝΜΑ και ποιητ. τ. ποσσάκι Α (ερωτημ.) πόσες φορές (α. «ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῑν τὰ τέκνα μου», ΚΔ β. «ποσάκις ἐν ἐλπίδι ἑκάτεροι γεγόνατε», Πλάτ.) αρχ. 1. (αόρ.) τόσες φορές 2. φρ. α) «οἱ ποσάκις ποσοὶ ἀριθμοί» οι τετράγωνοι αριθμοί β) «οἱ… …

    Dictionary of Greek