ποσοποιός

  • 1ποσοποιός — όν, Α αυτός που δημιουργεί μια ποσότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποσόν + ποιός*] …

    Dictionary of Greek

  • 2ποσοποιόν — ποσοποιός making a certain quantity masc/fem acc sg ποσοποιός making a certain quantity neut nom/voc/acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …

    Dictionary of Greek