ποσειδᾱνιασταί
1ποσειδανιασταί — και ποσειδωνιασταί, οἱ, Α θίασος λατρευτών τού Ποσειδώνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ποσειδάνια/Ποσειδώνια + κατάλ. ιαστής πιθ. μέσω αμάρτυρου *ποσειδανιάζω/* ποσειδωνιάζω] …
2ποσειδωνιασταί — οἱ, Α βλ. ποσειδανιασταί …
1ποσειδανιασταί — και ποσειδωνιασταί, οἱ, Α θίασος λατρευτών τού Ποσειδώνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ποσειδάνια/Ποσειδώνια + κατάλ. ιαστής πιθ. μέσω αμάρτυρου *ποσειδανιάζω/* ποσειδωνιάζω] …
2ποσειδωνιασταί — οἱ, Α βλ. ποσειδανιασταί …