ποσείδεα

  • 1ποσείδεα — τά, Α βλ. ποσειδαῑα …

    Dictionary of Greek

  • 2ποσειδαία — και ποσείδεα και λακων. τ. ποσίδαια, τά, Α αγώνες προς τιμήν τού Ποσειδώνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ποσειδῶν + κατάλ. αῖος (πρβλ. Καλαμ αῖα)] …

    Dictionary of Greek